Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

Ξεχασμένοι

Κρύφτηκες
πίσω
από το πρόσωπό μου
Κι έτσι που κατέβηκες τις σκάλες
η βιασύνη
σου
πήρε
αυτό το
λίγο
του εγώ σου.

( ξεχασμένες προσωπίδες στο μονοπάτι του γυρισμού )


Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Παράξενες κλωστές

Σα μαριονέτες μείναμε
να κοιτάμε τον πόνο
της κλωστής
που ξέφυγε από της καρδιάς τα χέρια
και στο πάτωμα
απλώθηκε
σα φίδι
έτοιμο
να αρπάξει το
επόμενο θύμα

Σα μαριονέτες ,
που αφέντη δεν έχουν,
άψυχες μένουν
στου θεάτρου τις σκιές

Σα μαριονέτες
που η κλωστή τους
κείτεται κάτω
στου
πόνου το
απροσδιόριστο
σκοτάδι


Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2011

Το λίγο μιας βραδιάς

Απολαύσεις,
εξατμισμένες
στον αέρα του δωματίου

Αγκαλιές,
στο λίγο μιας νύχτας
ξένης,
μιας νύχτας άλλης

Παγωμένα χαμόγελα
σε ξένες αγκαλιές
σκεπασμένες από σιωπή.

Ανάμνηση ,
παραμένει
και θα παραμείνει
μέχρι την ξένη πια
ανατολή.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

ένα ακόμη ...

Μπροστά στο φόβο ,
το νερό θολώνει
την αλήθεια.
λιγο κόκκινο
στα πιο ένοχα μυστικά της ηδονής σου.
Ύστερα
ο ήλιος
ψιθύρισε το μυστικό μου,
κι αμέσως τα ουρλιαχτά ,
γδάραν την πληγή μου
ώσπου το νερό
με θόλωσε
μπροστά στο φόβο,
και πνίγηκα
στης ηδονής μου το μυστικό

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

Η εποχή των καφέδων

Ζεστός καφές
στο φλιτζάνι ,
πάνω στο τραπέζι.
Μισή φρυγανιά
και
μισή βιασύνη
Το λεπτό
των κλειδιών ,
έτοιμο για αντίστροφη
μέτριση.
Απουσία,
μισή παρουσία,
απουσία το πρωί ,
σχεδόν παρουσία.

Ζεστός , πικρός καφές ,
στο φλιτζάνι,
μισογεμάτο ,
πάνω στο τραπέζι.
Το λεπτό των κλειδιών
έτοιμο για αδράνεια.

Κλειδωμένοι ,
σε ένα σπίτι ,
όπου η μισή απουσία
στο λίγο του καφέ
φτάνει να φανεί.

Μισή παρουσία
κι άλλη μισή
παρηγοριά
πάνω
από ένα
φλιτζανάκι ,
σπασμένο...
Πάνω στο τραπέζι
με κρύο
καφέ.


Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Εμείς

Ψάχνεις την πατρίδα σου , μα ξεχνάς τον προορισμό σου
βρίσκεις τον ευατό σου
χάνεις το εγώ σου ,
είσαι ένα εγώ μέσα στο εμείς ,
είμαστε εμείς , το μέρος του εγώ σου
κι ο κύκλος πάει πάει και γυρνάει
και σίγουρα όλοι εμεις , να , κοίτα ! κάτι μας σταματάει

( ποιηματάκι στο λεπτό , κι ο κόσμος χάνεται , καίγεται )

Ψάχνεις την πατρίδα σου , μα ξεχνάς τον προορισμό σου
βρίσκεις τον εαυτό σου
χάνεις το εγώ σου ,
ένα κι ένα κάνουν δύο.
εμείς είμαστε.
Μας κάναν έτσι.
Γίναμε.

( σύνειδηση στο λεπτό , χάνεται στον προορισμό σου )

κι ο κόσμος χάνεται , καίγεται.

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

Ώρες κοινής συνουσίας

Έσφυξα τα χέρια
έγδαρα το πρόσωπο
γυμνός κι έρημος
στη θάλασσα
δακρύων

Πνιγόμουν λέει
σε ένα κάποιο
χαμένο όνειρο
με ανοιχτά τα μάτια
να ψάξω τον ήλιο

Στη συννεφιά κάπου εκεί πίσω
στο ψέμα που δεν κάηκε ποτέ
στην αλήθεια που με πήρε
στο κρύο που με αγκάλιασε
κρύσταλλο έγινα.

Στην ηχώ των φόβων
των άυλων ελπίδων
στο κύμα που με έσυρε στην άμμο
ένοχος του ίδιου μου το φόνου έγινα

μια πινελιά στο γκρίζο του ονειρού.

Νοέμβρης στην πόλη
κι
ο πόνος
απλός
χαμένος στο λίγο του χρόνου.

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Το πέμπτο τέταρτο( εγκλωβισμένοι )

Η λάμπα δεν λειτουργούσε πια ,
κι έτσι βαδίζαμε στο σκοτάδι ,
έρμαια σκιών ,
από το λίγο του φεγγαριού.
Κρυώνω τα βράδια.
Λόγια δεν έχω να πω.
Τα καταπίνει ο φόβος.
Ο φόβος ... τέρας ακαταμάχητο.
Μια μέρα θα το μεταμορφώσω σε γατάκι.
Το ξέρω.
Φοβάσαι τη νύχτα.
Το ξέρω κι αυτό.
Άκουσα την ανάσα
και φύσηξα τον καπνό
προς τα πάνω.
Σχήματα που παίρνει όμως.
Από τα όνειρα του αύριο ,
εγκλωβισμένα
σε μια σαθρή πραγματικότητα.
Ύστερα ψιθύρισα
" Αύριο... "
Μα είχε ήδη ξημερώσει.

Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011

Άπνοια

Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι.
Κοίταξε γύρω
και χάιδεψε
το σώμα που
ήσυχα κοιμόταν
δίπλα.
Άρχισε κιόλας η βροχή ,
και οι κινήσεις
ολοένα και πιο γρήγορες.
Τύλιξε το διπλανό σώμα
με το σεντόνι ,
το φίλησε...
κι ύστερα έφυγε.
Ξημέρωνε...
και η απουσία
τους έπνιγε.
Το βράδυ εκείνο,
κλείσαν τα μάτια παρέα,
κάτω από το ίδιο
σεντόνι.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Απάντηση

Ξέρεις , μερικά φύλλα είναι γυάλινα.
Αυτά του περσινού χειμώνα ,
αυτά , που την άνοιξη λιώνουν.
Που το καλοκαίρι στάζουν χάμω
- κι όποιο προλάβεις-

να χαρείς τελικά τι ;
το χρόνο ή την ουσία ;
περασμένες εποχές
σε περασμένα δέρματα.
Ανεξήτιλα σημάδια
από το λίγο του καλοκαιριού

και που δεν ήθελες να πας ;
να δεις το εγώ σου να μεγαλώνει ;
γιατί να μεγαλώσει ... ;

το λίγο που πρόλαβες ,
να τώρα δα...
γυάλινο είναι και σπάει...
λιώνει από το λίγο
της βροχής


( ξημερώματα σε περασμένες αγκαλιές... )


Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

YALOM

Πέντε λεπτά αργότερα ,
το κρύο είχε στεγνώσει τα δάκρυα.
Είχα παγώσει,
και έξω και μέσα.
Πίστεψα
στην αλήθεια ,
κράτησα
τη λογική κοντά μου,
κι άφησα το συναίσθημα
να με καίει σιγά , αργά , σταθερά.
Όπως πρώτα.
Όσο φοβάσαι να ζήσεις ,
τόσο πιο πολύ
αγκαλιάζεις τον θάνατο.
Ίσως κι όχι.
Μα σε ένα κόσμο ,
γεμάτο
αλήθεια
ψύχρα κρυμμένη στην ζέστη ,
τίποτα δεν είναι αρκετό.
Συνεχίζω να ψάχνω.
Πέντε λεπτά νωρίτερα ,
όλα ήταν αλλιώς.
Και αυτό το ονομάζω στιγμή.
Λίγο πριν τα δάκρυα παγώσουν.

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2011

Αγκαλιές περασμένων δακρύων

Αγκαλιάζω σημαίνει ...
Αγκαλιάζω σημαίνει οτι κλαις στις σιωπές του άλλου κι εκείνος ακούει τα ουρλιαχτά.
Αγκαλιάζω σημαίνει μοιράζομαι τον πόνο που γυρίζει πάντα σα τέρας όλο και πιο μεγάλο.
Αγκαλιάζω σημαίνει αθώο ψέμα τυλιγμένο στα μάγουλα που ακουμπούν τον ώμο.

Αγκαλιάζω σημαίνει... οτι η σιωπή γύρισε την πλάτη κι η ησυχία γαλήνεψε τα πάντα.

Στις περασμένες αγκαλιές και στα δάκρυα που ήρθαν κι έφυγαν ,
η σκέψη κυριάρχησε τα πάντα.
Ο λόγος , μονοπάτι της σιωπής.
Η σιωπή , κάστρο των πάντων.
Και η αγκαλιά , ότι πιο μαγικό .
Γιατρικό άνευ δόσης.

Υποκατάστατο κανενός.

Μα η αγκαλιά κρύβει ένα φιλί ,
χωμένο στις ρίζες των ονείρων.
Τι σήμερα τι αύριο ...
Αγκαλιάζω σημαίνει τώρα.

αγκάλιασα, θα αγκάλιαζα ,ειχα , εχω...
συντελεσμένος χρόνος δεν χωρεί ,
στα μονοπάτια της σιωπής.

Μα η σιωπή ουρλιάζει ,
άκομα να την μάθεις ;


( Αγκαλιάζω σημαίνει ... )

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Ανά-πλαση

Καινοτομία,
έργο ανώτερου θεού ,
άυπνου επισκέπτη.
Πλάση,
σφυγμός
αξιαγάπητου ανθρώπου.
Βιταμίνη ,
μία και μία
για κάθε τέλος.
Για μία αρχή ,
ίση με μηδέν.
το μηδέν ,
του μηδενός ,
για ένα μηδέν
και κάτι αριθμούς.
Απ'την αρχή.
Πλάση ,
σφυγμός ,
καινός,
κενός,
άυλος,
άυπνος.
Απ'την αρχή.
Ένα κι ένα ,
όσο μια ολόκληρη ζωή.
Σαν τον παλιό καλό καιρό.

Υποσχέσεις της βροχής ,
μία και μία,
έργο ανώτερου θεού.


Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Αποστάσεις

Στη μέση του δρόμου


- Πού πας ;
- Φεύγω σου είπα. Φεύγω για πάντα.
- Δεν υπάρχει το για πάντα.
- Αλίμονο... Τι θα-
- Μείνε, σε παρακαλώ.
- Πρέπει να φύγω.
- Υπάρχει το πρέπει ;
- Πάντα υπάρχει το πρέπει.
- το θέλω ; το θέλω υπάρχει ;
- θέλω, μπορώ , πρέπει... ποτέ , πάντα. Ποιό το νόημα ;
- Ποιόν κυνηγάς ; αυτό είναι το νόημα.
- Εμένα. Για αυτό , φύγε από τη μέση του δρόμου...


( περασμένα χιλιόμετρα , έτοιμα να εξαφανιστούν.)


- Πού πας ;


( μα στην απόσταση , ποιός ακούει τις χαμένες φωνές ;)


Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Απουσία

(Χώρος: ένα παιδικό δωμάτιο )
(Χρόνος: βράδυ , μέρα και μήνας άγνωστο. )



- Δεν θα έρθουν απόψε. Θα έρθουν ; Δεν θα έρθουν καρδούλα μου... είναι μακριά.Κοίτα πόσο όμορφα είναι εκεί έξω. Δες το φεγγάρι πόσο μεγάλο φαίνεται . Απόψε χορέυουν όλοι μέσα στη σιωπή. Κλείσε τα μάτια και θα τους δεις. Θα έρθουν απόψε ! ξέρω ότι θα έρθουν ! μου το είπαν ,θα είναι εκεί ! Δεν θα έρθουν... Αλήθεια , τα στρατιωτάκια... τα στρατιωτάκια μου είναι απίστευτα ! τα κάνω ότι θέλω , είναι πολλά ! πάρα πολλά ! αλλά φοράνε όλα τα ίδια ρούχα. Βαριέμαι καμιά φορά να παίζω μαζί τους. Είναι βαρετά ! Πολύ βαρετά ! γιατί όμως ; δεν μιλάνε. Σίγουρα δεν θα έρθουν απόψε ; Τι λέω... σιγά μην έρθουν ! έπαιξα πιάνο για αυτούς , έφτιαξε τα πρώτα μου τραγούδια ! αλλά δεν είναι εδώ να τα ακούσουν ! γιατί δεν είναι εδώ ; Γιατί είναι μακριά , αλλά κάποια μέρα θα ακούσουν. Ξέρω όμως ότι θα τους δω. Να φύγουν θέλω , να φύγουν. Δεν φεύγουν . Μαζί θα φύγουμε- Σε αυτή την κούνια δεν κοιμάμαι πια , κι όμως την έχω ακόμα εδώ. Γιατί την έχω εδώ ; Πωπω... τι νύχτα κι αυτή ! Υπέροχο το φεγγάρι ! Τα χρώματα είναι ζεστά σε αυτή τη ζωγραφιά. Εγώ το έφτιαξα αυτό. Για δες ... δεν με είχα για τόσο καλό ! κλείνουν τα μάτια μου ! δεν αντέχω να δω την ανατολή! αλλά το φεγγάρι , τί μεθυστικό που είναι ! δεν είναι ; είναι απίστευτο ! θα γράψω ένα τραγούδι !ίσως κι ένα ποίημα για το φεγγάρι ! Μόνο που αυτοί δεν είναι δίπλα μου , αξίζουν να είναι δίπλα μου ; δεν μ'αγαπάει κανείς εμένα τελικά ; μ'αγαπάει ; ποιός ; ντο ρε μι , έτσι θα αρχίζει ! χαρούμενο ! και μετά λα σι ντο. μελαγχολικό λες ε ;όχου ... δεν μπορώ τώρα ! τι ήχος κι αυτός ! Κλείνουν τα μάτια μου...

( λα σι μι λα σι μι .)

Τους είδα ! χορεύουν μέσα στη σιωπή ! κρύβονται! με τέτοιο φεγγάρι και κρύβεστε ;εγώ είμαι ! γιατί δεν έρχεστε ; ελάτε και βγάλτε μου τις μουντζούρες ! βγάλτες σου λέω ! ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ! σε ι-κ-ε-τ-ε-υ-ω , σας ικετ-- ....
Μήπως να έρθω να σας βρω ; εγώ σας αγαπάω. Δεν αγαπάω κανέναν εγώ. αγαπάω τα χρώματα μου και τις νότες εγώ.Όχι τα στρατιωτάκι , δεν τα αγαπάω. Εσάς θέλω κοντά μου.Το παράθυρο είναι σκουριασμένο κι η κούνια εκεί ! Ηρέμησε. ΦΤΑΝΕΙ. Αρκετά ... θα έρθουν απόψε. Δεν θα έρθουν ψυχή μου, είναι αλλού. Κοίτα το φεγγάρι πόσο...
Δεν είναι το φεγγάρι , εκείνοι είναι. Με καλούν.



Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2011

Αποσύνθεση

Είδες πως διαλύονται οι σχέσεις ;
εύθραστα , γυάλινα πραγματάκια
που
τσακ -
και τέλος.
Όμως
απόψε ραγίζω τα φύλλα μου
μόνος κι έρημος
σπάω κάθε τι
επάνω μου.
Τσαλακωθείτε άνθρωποι ,
αργά ξημέρωσε ,
μικρές ώρες ,
μεγάλες βλέψεις.

Διαλύοντας το εγώ,
χτίζοντας το άλλο.
Κομμάτια άλλων γύρω σου ,
μέσα σου.
Έξω σου.

Σου ανήκει το εγώ ;
Μου ανήκω.

Τσαλακώσου ,
σπας.
Και πάλι από την αρχή : φωτοσύνθεση.
Σύνθεσις.

φύλλα που σπάνε ,
σπόροι που γυαλίζουν.

Και πατώ τα δικά μου γυαλιά
-
αιμοραγώ σημαίνει αποσυνθέτω.

Γυαλίζοντας το σήμερα ,
στις στάχτες του χθες.
Αφετηρία: Σύνθεσις.


Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011

Ανήσυχες Μέρες

Η νύχτα
παίζει με
τους ανθρώπους.
Τους κρατά
στα δεσμά
της
και τους καταπίνει.

Η μέρα
ησυχάζει τον νου
και γεννάει
ελπίδες.

Δύσκολος καιρός
δώσε μου παλμό
- όνειρα από συντρίμια -
- πέσιμο στο κενό-
Δύσκολες οι μέρες
σα
να μας
καταπίνει
αργά
το σκοτάδι.

Πείνασε η νύχτα.
Λαχτάρησε το φως ,
κι η μέρα έφυγε.

( και μετά ; )

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

Η...θάκη

Μη φύγεις
θες να φυγεις ;
Να μεινεις -
Πάνω στην σκηνή.
Φώναξε ώστε να ακούσω-
μάταια...

Δύστυχος απόψε.

Κρεμασμένο το ήθος μπροστά στην ηδονή.
Άρτιο σώμα,
ταμμένο στην υπόκλιση.

-Ταξίδι δεν είπες οτι πας ;
-Μάλιστα ...
- Φύγε παιδί μου , βγάλε τη φωνή σου και πέτα.

( Μα στο νησί που φτάσαμε , υπάρχει μόνο ένας πύργος )

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Το σκιάχτρο : το τρικ

Αγκάλιασε το ξύλο.
ψιθύρισε το για πάντα
στα αφτιά του ποτέ.

Έγιναν ένα
αλλά κανένα δεν ξαναμίλησε.

Στις ιστορίες που μας έμαθαν
στις κραυγές που μας σημάδεψαν
στα λόγια του ποτέ και του πάντα
μα
και στη σιωπή
που τόσο παρεξηγήθηκε.

αγκαλιάσαμε ο ενας τον άλλον.
το ξύλο.
το τίποτα.

το τίποτα γεννάει τίποτα
( μονάκριβος γιος από μονάκριβο πατέρα )


Αγκάλιασε το ξύλο.
Είχε κάπως μαγικά ,
βγάλει χέρια.

Το σκιάχτρο αγκάλιασε το σκιάχτρο.

Και κάπως έτσι , το τρικ κρατάει δευτερόλεπτα.

(Παιχνίδια που παίζει ο ήλιος - )

Αγκάλιασε το ξύλο ,
μα μάτια δεν είχε
να δει ότι
έπιανε
σκιά.


Παρεξηγήσαν τη σιωπή , και το παραμύθι ξεκινάει από την άλφα βήτα


Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Μα στη γη λιγότεροι

Στις επιφάνειες κολλήσαν τα σώματα
έθαψαν τα συναισθήματα
και για στεριά το πάνε

Πύργος
η μνήμη

διαλυμένος πύργος
λίγο ξεχωρίζει από την αμμουδιά

στο νερό
βούλιαξε
κι η λήθη

έτοιμη για το απρόοπτο

βούλιαξε
η ώρα
σα να περιμένει να αδειάσει
να επουλώσει τη μνήμη
να θολώσει τις πληγές

Στις επιφάνειες κολλήσαν τα σώματα
θαμμένα συναισθήματα
κι η καρδιά στα βράχια

( λήθη , μνήμη : σημείωσε χ )

Και πατώ τη λάσπη.

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2011

Στον ουρανό μείναμε λίγοι

Κοίτα πως κυλάει!
ξημερώνει
βραδιάζει
κι η ώρα
παίζει
παιχνίδια
στην άμμο.

Λίγο
ησυχία
μέσα
στη σιωπή.


Μιλάμε για να μιλήσουν
μιλάνε για να μιλήσουμε
μιλούν για να μιλούν.

Τι σπούδασε η ώρα κρυμμένη ;

Σκληρόψυχοι γίναμε
δεν συγχωράτε κανένα σε τούτο τον τόπο
μέχρι
να φύγεις
και να ξεχαστείς

Να χαθείς
σε ενα τόπο
αλλού.
Όπου κανείς
δεν βλέπει
το αίμα να τρέχει
όπου
όσο ψηλά κι αν πετάς
οι άνθρωποι φαίνονται ίδιοι
όπου
η ανάσα σου
ακούγεται
λίγο πριν
ξημερώσει,
λίγο πριν
όλα γίνουν
στάχτη.

Ώσπου ... ακόμα κι αν ξυπνήσεις
πάλι για ύπνο λαχταράς.
εκεί -
λίγο πριν το μπλε γίνει μαύρο...

Τι σπούδασε η ώρα κρυμμένη ;
Εμπειρίες...


( στην αμμουδιά πάει και παίζει , τράβα και βρες την )

Κι ύστερα χάθηκα.

Παρασκευή 29 Ιουλίου 2011

Ο Ζητιάνος

Φύγε ζητιάνε,
εδώ δεν έχουμε λεφτά
εδώ δεν υπάρχει τίποτα.
Φύγε ζητιάνε , είπες ψέματα.
Να σε λυπηθούν θες ; να σε χλευάσουν ;
Φύγε ζητιάνε , γιατί είσαι εδώ ;
αγάπησες τους ανθρώπους ...
Ψωμί να φας έχεις ;
Φύγε ζητιάνε , εδώ δεν έχουμε λεφτά ,
ούτε οικογένεια.
Να ζήσεις είπες θες ;

(κοίταξε το είδωλο )
Ζητιάνε με ποιόν μιλάς ;
Με έναν καημένο.
Ζητιάνεψα κι εγώ ένα βράδυ
το λίγο από την χαμένη μου αδελφή.
Ζητιάνεψα.
Το λίγο μιας αγάπης.
Φύγε ζητιάνε ,
εδώ εγώ
κατανόηση δεν βρήκα.

( κι αυτοκτόνησε ο καημένος με μια αγκαλιά αδειανή )

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Μια φίλη ένα βράδυ

Μια φίλη ένα βράδυ είπε πως θα είναι εκεί.
είπε ότι όσο μακριά κι αν είναι θα είναι μαζί μου γιατί με αγαπάει.

Μια φίλη ένα βράδυ είπε πως θα με προσέξει.
Το έκανε... στάθηκε δίπλα μου και με φρόντισε για τις ώρες που τα μάτια μου έκλειναν.


Ένα βράδυ , η φίλη μου θα φύγει - θα πετάξει για την άλλη άκρη.
Θα χορέψει κι εγώ θα είμαι εκεί , να την φαντάζομαι. Να σχηματίζω τη μορφή της.
Δυο ποδαράκια , να βρίσκονται πάνω σε μια σκηνή.

Περί ανέμων και υδάτων.

Μια φίλη , ένα βράδυ...

ένα βράδυ ... θα κρατηθούμε από τα χέρια - σφιχτά - να θυμηθούμε τις στιγμές.

Λίγα λεπτά πριν όλα τελειώσουν.
Λίγα λεπτά πριν όλα αρχίσουν.

Ένα αύριο , εμείς.


Μία φίλη , ένα βράδυ πέθανε.
Μα τη βρήκα νεκρή να χορεύει.
Παρέα μαζί μου-

στον επόμενο χορό ,
ποιός ξέρει...

θα την προσέχω εγώ.

( μα πεθαίνουν οι ταξιδιάρες ψυχές ; )

Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Μνημείο

Ποιός είπε όχι και ποιος ναι ;
τι κάνει ο κοκορας πάνω στην ταράτσα ;
γιατί ψιθυρίζεις στους ανέμους ;
εμπιστοσύνη καμια
αλησμονητη
ως συνήθως
η κόρη μας
η θλιψη -

Ποιός θα ταν πάνω στην κορυφή ;
τι κάνει η γάτα πάνω στην ταράτσα ;
πέθανε η εξουσία
στα χέρια του χρυσού.
γεννήθηκε το χάος

ποιός γελά μα ποιος χαμό δεν βλέπει ;
τι κάνεις πάνω στην ταράτσα ;

- Βλέπει τον κόσμο όλο

μα δεν του παν πως πεθάναν όλοι σε τουτη την πόλη ;

( κι ο κόκορας ποιόν θα ξυπνήσει ;)

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Πεφταστέρι

Ο πελαργός ,
πέταξε ψηλά
ίσα που πρόλαβα να
δω
- να θυμηθώ-
πως πέταξαν
τα όνειρα που κάποτε έκανες.
Η άμμος , κολλημένη στα συντρίμια του χθες -
βρώμικη μα απαλή
λίγο πριν γίνει λάσπη.
Απόψε όμως,
πετάω εγώ ,
ψηλά
σε κάθε επιθυμία.


Έτοιμος να ανταμώσεις κάθε αύριο ;

το αύριο
μεταξύ δύσης και ανατολής
έγινε σημείο επαφής.

( ένα αστέρι έπεσε )

χάνει τη λάμψη ,
μα ο ουρανός γεμάτος απόψε.
Απόψε...
απόψε έκρυψα τα λόγια -
άχνα δεν έβγαλα
και το άφησα να κυλήσει .

Απόψε ,
αφήνω τον βαλέ τελευταίο
και κλείνω το μάτι στον άσσο.

Το νερό με πλησιάζει
κι εγώ περπατώ στην άμμο.

Απόψε
πεθαίνω στην αγκαλιά σου.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Το Εργαστήριο

Βλέπεις
τούτη τη γυναίκα ;
είναι χαρισματική,
μια μορφή
που κινήθηκε σε
χώρους
κι
χρώματα
για πόσα
χρόνια.
Έπλεξε
το δικό της
μέλλον
και ο χρόνος
της
αποξύρανε το λάδι.
Γνώριζε από
μελάνι
και
κάθε είδους
υλικό.
Ταξίδεψε πολύ ,
κι ο χρόνος
άφηνε
τα στίγματα
στο πρόσωπο.

(Παράπονο
σαν μαχαίρι να σκαλίζει την ψυχή.)

Ίσως όμως , τούτη η γυναικεία μορφή ,
που ξέρει καλά από λάδι και χρώμα,
να φωτίσει άλλους,
να δώσει
ότι μπόρεσε να
φύγει
από του χρόνου το παράπονο.
Γιατί το έργο κι ο χρόνος
έχουν κοινό
παρανομαστή :
τον σεβασμό.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

Semester

Φωνή Δυνατή:
ΕΞΟΔΟΣ !
τη νύχτα ,
ουρλιάζεις από μέσα σου
και φυτρώνουν
αποφάσεις λεπτών
Στρωμένος δρόμος
να καλεί
το μέλλον
και το τσιμέντο
βαθιά να σε ριζώνει
στα
πεζοδρόμια
μιας σάπιας
εποχής.
Το μέλλον
το τώρα
το αύριο.
πρόσωπα που χάνονται
τα βράδια
στα όνειρα
σε κρατάνε
χέρι χέρι-
Μα γιατί ο κόσμος
έβαλε μάσκα;


Φωνή δυνατή:
ΕΡΧΟΜΑΙ


( φτερά έχω )


Γιατί όπως μου ψιθύρισε
ένας άνθρωπος που
αγαπώ
" στρώσε το ποτάμι σου για έξω "

Ψίθυρος:
Ερχομαι...

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

Μητρικά ένστικτα

Τα βράδια ,
πεταλούδες
στο στομάχι.
Σμήνος
από δαύτες
να πετούν
δίχως έξοδο.
Τα πρωινά
οι φωνές
παγώνουν
γύρω από τον καφέ.
Ξύπνησε
η έννοια
κοιμήθηκε
η άγνοια.
Πάντα θα κοιμάται , έτσι είναι-
Και
ένα κουκούλι
έτοιμο να
γεννήσει
την πιο λαμπρή πεταλούδα.
Την φωτεινή ,
συνώνυμο της αγάπης,
ταυτότητα της μητρότητας.
Και η αγκαλιά
η έξοδος.
Και το φιλί ,
το πέταγμα.
Και η μάνα ,
πάντα
μια λαμπρή πεταλούδα.
Πάντα θα σε
ακολουθάει.
Κι ας εχει κλειστά μάτια.
Κι ας πονάς για εκείνην.
Την θες ή όχι ,
μάθε πως
τότε
στο κέλυφος που ήσουν.
περάσαν
λίγα σ'αγαπώ
από τα φτερά.

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

Πήλινο αγγείο

Βράδυ .Ησυχία στο δωμάτιο κι ένα κερί είναι αναμμένο.


Ο Άνθρωπος φόρεσε τα γυαλιά ηλίου.



- Πες μου : Μπορείς να δεις τους άλλους ξεκάθαρα ; Θέλω να πω , να δεις κάθε χαρακτηριστικό τους , κάποιο βλέμμα. Να καταλάβεις... Λοιπόν βλέπεις τα γυαλιά που φοράω ; Είναι μαύρα , ο σκελετός μαύρος κι εσύ κάθεσαι και με κοιτάς. Όμως , δεν μπορείς να δεις τα μάτια μου. Αντίθετα εγώ μπορώ. Εκτός κι αν φόραγες τα ίδια γυαλιά με εμένα.


(Γυαλί που σπάει
Εύθραστο. )


Συνέχισε:

- Τώρα δες το στόμα μου να κινείται. Σχηματίζει φθόγγους και λέξεις. Συλλαβίζω λέξεις όσο πιο ξεκάθαρα γίνεται και εσύ τις ακούς. Ολόγυμνος μπροστά μου και απλά ακούς ό,τι λέω.
Φόρα τώρα αυτά τα γυαλιά.

( Ο απέναντι φόρεσε τα γυαλιά και κοίταξε τον άνθρωπο )


Θα σου λέω λέξεις κι εσύ θα ακούς.

Το βράδυ πέρασε. Λίγο πριν το ξημέρωμα, λίγο πριν βγει ο ήλιος:




( το δωμάτιο σκοτεινό , μόνο το κερί αναμμένο )


Τρομάζει η αλήθεια
τρομάζουν οι λέξεις
τρέμει το φως
όλα πλάθονται.



- Τώρα κοίτα: έχω πηλό. Μπορείς να φτιάξεις ο,τιδήποτε.Το ξέρω ότι μπορείς απλά θέλω να βγάλεις τα γυαλιά. Βρες τι είναι αυτό που θες να πλάσεις , να δημιουργήσεις και μετά... κάνε το πράξη. Έχεις το χρόνο που σου χρειάζεται.


Πλάση
λέξη
πηλός.
Ο άνθρωπος πήρε στα χέρια του το έργο που είχε φτιάξει ο απέναντι του.

- Κοίτα τι όμορφο που είναι ! Το έφτιαξες εσύ! Θαυμάσια... τώρα φόρεσε τα μαύρα γυαλιά μου και πες τι βλέπεις.
- Δεν μπορώ να δω κάτι. Όλα μαύρα είναι. Λίγο γελοίο αυτό που κάνεις.

- Γελοίο ; Καθόλου.


Ο άνθρωπος , αφού πια ο πηλός είχε στεγνώσει , έσπασε το άγαλμα.
'Υστερα είπε στον πλάστη του :

- Είδες πόσο γελοίο είναι το ψέμα ; πλάθεις κάτι , σπάει , και μετά δεν βλέπεις τίποτα.



Φόρεσαν και οι δύο τα γυαλιά ηλίου.

( γιατί όλα είναι εύθραυστα )

-






Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

Η σχεδία ή χαρτογράφημα

Μας αρέσει το τίποτα.
Μας γεμίζει η ανάγκη.
Είναι όλα
μια εικόνα.

Καλούμαστε να ταυτιστούμε με την ανάγκη
και να δημιουργήσουμε
εικόνες.

Εικόνες.
Φοβισμένα χρώματα
και
καλαίσθητα σχέδια.

Τρομάζεις στην ιδέα.
Πάρε χαρτί και μελάνι.
Ύστερα ,πετάς.
Πιλοτάρεις
την
αδέξια
τέχνη
σου.

Μα είναι και αυτός
ο πόνος του λάρυγγα -
κενά αέρος.
Δίπλα μου το τσάι ,
σωτηρία
άλγους.

Άυλος και άγρυπνος ,
πάλι για
σχέδια
λαχταρώ.


( Και το μελάνι στάζει ήδη )

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Κόκκινο (κρασί) σχεδόν κρυμμένο

Το ποτήρι με το κρασί
ήταν γεμάτο.
Η ουσία μένει
τυπωμένη
στον αέρα-
στα μάτια.
Βουτιά στο κενό
και
-πλατς -


Οι τύψεις ;
κόρες της
συνείδησης,
της αυτογνωσίας...

Έκρυψα τα λόγια
στο συρτάρι
και ξέχασα να συγχωρώ.
Αυτό είσαι ;

(Λέξεις τυπωμένες ,
απόφαση κρυμμένη.)


Έκρυψα τα λόγια
στον ουρανό
και
φώναζε ο αέρας
ντυμένος στα
κόκκινα.

Άδειασε και το ποτήρι.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2011

Τοξότης

Πέρασα την κλωστή και
την άφησα
-λίγο- να σφίξει το δάχτυλο,
να μου θυμίσει
τα τελευταία ,
να μεταμορφωθεί
σε αγκάθι
που βασανιστικά
θα τρυπάει το δάχτυλο
( και το αίμα να πέφτει )

Μα τί κάνεις ;
τότε...
τί θα κάνεις ;

Το αγκάθι γίνεται ένα με το σώμα.

Κοίταξα στον καθρέφτη
κι ό,τι πρόλαβα να δω
ήταν
ένα
βέλος
-καρφωμένο -
γατζωμένο στο σημείο που πονάει πιο πολύ -

Σάπισε αυτή η πόλη ,
κι εμείς μένουμε εδώ μέσα ,
ριζώνουμε
και μας καίνε.

Γίναμε τσιμέντο,
μας κοίταξε η αλλαγή
μα έφυγε ,
πήρε το δρόμο του γυρισμού.

Ριζώσαμε καλά καλά
και τώρα θέλουμε να φύγουμε.

( μα πού θα πας ; )

Κοίταξε κάτω μου,
γονάτισα,
έκλεισα
τα μάτια
κι άφησα τον
πόνο
να νικήσει.


( μα τί κάνεις ; τότε ... τί θα κάνεις )



Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Φθογγόσημο

Η κίνηση ήταν κάτι που με γοήτευε.
Η κίνηση αυτή , του σώματος.
των χεριών ,των ματιών.
Ίσως και της πόλης.
Του κόσμου ...
αργή ή γρήγορη.

Κίνηση που ανήκει στο
παρελθόν-

Ο ήχος αποτελεί
συνοδεία
μεταξύ της κίνησης και της αντίληψης

ένας φθόγγος
ίσα ίσα να προλάβεις
το κατάλληλο της ώρας.

Έτσι και ο αποχωρισμός ,
σαν την κίνηση
με τον ήχο
να συνοδεύει
Αργά
όσα οι φθόγγοι
δεν πρόλαβαν
να κάνουν.

( και απλώνεις τα χέρια ,σερβίροντας το αντίο με το σ'αγαπώ )

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Αχίλλειος πτέρνα

Φως.

Πριν δύο χρόνια
είχαν αρχίσει όλα.
και κάθε τέλος σχημάτιζε
την αρχή.
Άλλο ένα αύριο
σε μικρές δόσεις.

Η επόμενη στάση
στο Βερολίνο.
Θα σε βρω...

Κράτα τις στιγμές ,
και δάνεισε μου τις καλές.
Μαζί θα είμαστε.
παρέα σε εκείνο το πάρκο
που μου αφηγηθηκες
την ιστορία σας...
Αλλά άλλη μια ιστορία
θα ξετυλίγεται
Η δική σου
και
Η δική μου.
Δύο κόσμοι
αντίθετοι
μα συνάμα ίδιοι.

Φως.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
τίποτα που να μην μας κάνει
λίγο πιο αδύναμους
λίγο πιο δυνατούς.

δεν θα σε χάσω.

η επιστροφή ήταν
το αντίδοτο
στην επανάληψη.
η νέα συνθήκη
που όρισες.
η επιστροφή ήταν
το δυνατό στο αδύνατο.
Ο χρόνος του χρόνου.


Ο αόριστος γίνεται παρακείμενος.

Η επιστροφή
έχει γίνει
η δύναμη που όρισες.


Φως.



( φιλί και αγκαλιά )
δύο ίσον ένα.


Μα τώρα ,
κρατάς το φως
και το μοιράζεις.


Ύστερα... αχλύς.
( κι η ιστορία συνεχίζεται )






Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Καραβάκια (Χάρτινα)

Κάθε φορά
που άκουγα στίχους ,
λόγια άλλων
μελωδίες ξεχασμένες ,
προσπαθούσα να θυμηθώ
τι με συνδέει μεταξύ τους.

Μία δημιουργία ίσως.

Ο Χρόνος ,είναι η δημιουργία σου.
είσαι μια επιλογή ,
που θα γίνεις
κάποτε καράβι.

Θα ταξιδέψεις σε απέραντη παλέτα
αλλά
θα δεις και το γκρίζο
χωρισμένο δεξιά κι αριστερά
σε άσπρο
και μαύρο.

Το άρωμα δεν μένει
το χρώμα ξεθωριάζει.

Καράβι , έρμαιο του γαλάζιου
χαρτί καμμένο.


- είναι δύσκολο τελικά , να φτιάξεις ένα χάρτινο καραβάκι (;)

Βουτιά στο νερό ,
συνοδεία ακορντεόν ,
κι η θάλλασα γίνεται πάρκο.

Τα φύλλα θα πέσουν ,
το φιλί τελειώνει.


( Ψίθυροι )

Κάθε φορά
που άκουγα
ψίθυρο στο σκοτάδι
προσπαθούσα να θυμηθώ
τι απέγινε η σιωπή.







Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Καρτ ποστάλ

Τρέχουμε στο δρόμο ,
έτοιμοι να προλάβουμε
την κίτρινη πινακίδα
εκεί λίγο πιο κάτω
στο τετράγωνο.
Φαντάζει μακριά.

Πρόσθεση ,
η ένωση
του είναι και του θέλω
Αφαίρεση
η άγνωστη
που σου παίρνει
τα όσα και τα ανούσια.
Πολλαπλασιασμός
η πρόσθεση της ευτυχίας
Διαίρεση ,
το να απλώνεις τα χέρια.


Αλλαγή στη στροφή.
Τώρα παρατηρείς την πινακίδα.
Ένας προορισμός.
Πολλοί εμείς.

Τρέχαμε στο δρόμο ,
ίσα να φτάσουμε την κίτρινη πινακίδα.
εκεί στο τετράγωνο ,
λίγο πριν το νέο καθεστώς.
Μέχρι να μάθεις
ότι ένα κι ένα
κάνουν
όσο μια ολόκληρη ζωή.
Μετά γνώρισα
την αφαίρεση.

(Αλλαγή προορισμού: η πέρα πινακίδα... )



Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Αποϊστορικοποιεί

Στην
φωτογραφία
που
πρωτοείδες,
εκείνη
η μορφή
είναι
κάπου
κρυμμένη
στην ιστορία
για αιώνες
για πάντα
σχεδόν
αθάνατη
μα
όχι αληθινή
να σύεται
μεταξύ της γραμμής
ψέμα
ή
αλήθεια.
Αυτή
ήταν η δουλειά
του
.
ένα
κλικ
για
να τους
φυλακίσει
στα
δεσμά
του
πάντα.

Η Τρίτη πόρτα

Βυθίστηκε στο πέλαγος.
ήταν μόνος.
πολύ μόνος.
Η αλλαγή ερχόταν
θα έβγαινε από το βυθό ..
σύντομα
τώρα πια μπορούσε να δει
τον ήλιο ,
να βγάλει το κεφάλι του
και να δει καθαρά τον ήλιο
το πέλαγος ,
την άμμο.
Να περπατήσει πάνω στην άμμο ,
και να ξαπλώσει.
να ηρεμήσει.
πόρτα άλλη δεν υπήρχε
- έτσι πίστευε...-
μα
το χέρι του κλόουν βγαίνει από την άμμο.
τότε η πόρτα εμφανίστηκε .
πήρε σάρκα κι οστά,
τον έκανε καψιά
και το παιχνίδι δεν τελειώνει εδώ.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Λεπτά επιτροπής , γύρω στις τεσσερις ώρες.

Ενότητα πρώτη
λόγια λόγια λόγια
Ενότητα δεύτερη
αποσυμβολισμός
Ενότητα τρίτη
η επανάληψη της επανάληψης
Ενότητα τέταρτη
η παιδεία που δεν εχουμε
Κι αν ποτε
γυρίσει ο τροχός
και πέσω μέσα
ας βγουμε
κερδισμένοι.
Κι αυτή η επιτροπή
παίζει με τα μυαλά
- εκείνα όπως τα δικά μας-
σα να
καταριεσαι το χρόνο
που φτάνει το τέλος
εκεί στο σημείο με την όμορφη επιγραφή
"αύριο "
Και θα έρθει
και θα έχουμε
ήδη δώσει
τα χαρτιά ,
εκείνα
που για ένα χρόνο
περιμέναμε λεπτά.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Αντίστροφη μέτρηση ( Μέρος 2ο )

Στις ώρες που φύγαν ,
τρέξαν
βγάλαν φτερά
και στα σημάδια
που θα αφήσουν
εμείς
μείναμε μονάχοι
παρέα με το εγώ
να κοιτάμε
πως φτάσαμε εδώ
λίγο πριν την αρχή
και πριν το τέλος.
έτσι είπες,
το πα κι εγώ.
Μετα θα λες
" εγώ τα κατάφερα
άξιζε
και αξίζω "
κι εγώ θα σου πω
" θα δείξει "
και θα χαμογελάμε
μέχρι να
έρθει αυτό το λίγο
πριν την αρχή

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Η δεύτερη πόρτα

Ο άνθρωπος βρέθηκε να είναι ξαπλωμένος. Πλάι του ο κλόουν να αρχίζει να σηκώνεται.Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον ουρανό. Βρισκόταν έξω από ένα παλιό εργοστάσιο. Η μυρωδιά δεν ήταν ούτε ευχάριστη ούτε το αντίθετο.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και ένιωσε εξαντλημένος από ό,τι είχε περάσει σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Το εργοστάσιο λειτουργούσε.Ο κλόουν του έκανε νόημα να μπουν και άνθρωπος δέχτηκε. Είχε πια συνηθίσει σε όλη αυτή τη διαδικασία.Τα μάτια είχαν πριστεί από τα δάκρυα και δεν έβγαζε άλλη φωνή. Ένιωθε το φόβο και κούραση. Δεν ήξερε τι τον περίμενε.
Η είσοδος του εργοστασίου ήταν ένα άδειο δωμάτιο με κάτι καθρέφτες. Σε κάθε καθρέφτη ο σωματότυπος των δυο χαρακτηρων φαινόταν διαφορετικός. Σε άλλους χοντροί , σε άλλους λεπτοί , ψηλοί , κοντοί. Οποιαδήποτε μορφή θα μπορούσε να πάρει ένας ανθρώπινος οργανισμός.

- Έχει πολύ πλάκα αυτό ! , ανέφερε ο κλόουν. - Ας συνεχίσουμε...

Περπάτησαν ένα διάδρομο και βγήκαν σε ένα χώρο με πτέρυγες , όπου σε κάθε πτέρυγα βρίσκονταν άνθρωποι που κοιμόντουσαν. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ο κλόουν εξήγησε στον άνθρωπο πως αυτοί οι άνθρωποι κατασκευάζουν τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Έχουν πολύ δυνατή φαντασία. Συνέχισαν να περπατάνε και αφού ανέβηκαν αμέτρητες σκάλες - ο άνθρωπος να κοιτάει κάτω και να μην έχει σχολιάσει τίποτα- έφτασαν έξω από τρεις πόρτες.

- Έχεις βαρεθεί να ανοίγεις πόρτες , ξέρω ! ξέρω ! αλλά πρέπει να με βοηθήσεις. Ποιό φύλλο τράβηξες από την τράπουλα μου ;

Ο άνθρωπος κοίταξε απογοητευμένος τον κλόουν.Δεν μίλησε καθόλου και έβγαλε το χαρτί από την τσέπη του. Ο Κλόουν μόλις το είδε ενθουσιάστηκε.

- Ντάμα σπαθί ! , ξεφώνησε. Τί όμορφο χαρτί ! έλα λοιπόν ! θα γνωρίσεις κάτι που θα ενθουσιαστείς.Και επιτέλους πια.. χαμογέλα λίγο...

Ο αρλεκίνος άνοιξε την μία από τις τρεις πόρτες. Μπήκαν μέσα και βρήκαν μια γυναίκα πάνω σε ένα φέρετρο. Ήταν ίδια η ντάμα όπως φαινόταν στις κάρτες.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τους δύο χαρακτήρες.Σε λίγα δευτερόλεπτα η γυναίκα αντίκρυζε τον άνθρωπο κατάματα και του χαμογέλασε.Εκείνη άγγιξε το κεφάλι του και έκλεισε για λίγα δευτερόλεπτα τα δικά της μάτια πάλι.
" Είμαι η μνήμη , γυναίκα της μοναξιά σου και κόρη των θλίψεων " , του ψιθύρισε.

Ο Άνθρωπος έπεσε λιπόθυμος κάτω.
Κάθε μνήμη είχε εξαφανιστεί.
Ο κλόουν έκλαψε και χαμογέλασε.
Η γυναίκα κοίταξε τις δύο μορφές

- Εξαφάνισε τον. Κινδυνεύει... , είπε η γυναίκα . - Κι αν χαθεί , θα χαθώ κι εγώ...

( Συνεχίζεται )

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

H πρώτη πόρτα

Η αρχή της ιστορίας με τον αρλεκίνο και τον απέναντι άνθρωπο.

Ο ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΕΙΤΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΤΕ ΑΝΤΡΑΣ


Ο άνθρωπος κοίταξε με αγωνία τον αρλεκίνο ενώ είχαν ήδη εισέλθει στο χώρο όπου έβγαζε η πρώτη πόρτα.
- Πού είμαστε ; , ρώτησε τον κλόουν. Τι κάνουμε εδώ ; ποιός είσαι στα αλήθεια ;

Ο τόνος της φωνής του ανθρώπου άρχιζε να αυξάνεται- μετά από λίγα λεπτά ηρέμησε και κοίταξε το χώρο γύρω.
Ο ειρωνικός κλόουν γέλασε και απάντησε:

- Βρισκόμαστε σε ένα πάρα πολύ αγαπημένο μου χώρο. Έλα μαζί μου.

Προχώρησαν μαζί σε ένα κήπο. Ο άνθρωπος κοίταζε δεξιά κι αριστερά και προσπαθούσε να καταλάβει τί ήταν αυτός ο χώρος.Ένας τεράστιος κήπος με κάτι δέντρα που δεν είχε ξανα δει ποτε στη ζωή του. Δέντρα , στα οποία τα κλαδιά είχαν πάνω κάτι μεγάλες χοντρές, άσπρες φούσκες.

- Αυτό εδώ - άρχισε ο αρλεκίνος - είναι η αρχή του κόσμου. Βλέπεις τις φούσκες στις άκρες των δέντρων ; εκεί γεννιόμαστε. Σκάνε , πέφτουν κι βγάινουμε. Είναι όλη η φύση μπροστά σου!
- Τι είναι αυτά που λες ; θέλω να φύγω από εδω. Σε παρακαλώ
- Επ επ επ , δεν θέλω τέτοια , δεν θέλω καν σχόλια. Τώρα μιλάω εγώ.

Ο αρλεκίνος έκανε μια βιαστικη κίνηση μπορστά στο πρόσωπο του ανθρώπου.Του είχε ράψει το στόμα.

-Τώρα καλύτερα. Οι φούσκες λοιπόν είμαστε εμείς. Σκάνε κι πέφτουνε χιλιάδες μωρά από κει πάνω. Σιχαίνομαι αυτη τη διαδικασία. Άκου τα πως τσιρίζουν!Άμα το δέντρο πεθάνει τότε ο κόσμος τελειώνει. Καταλαβαίνεις... Άμα γυρίσεις πίσω σου θα δεις το λιβάδι. Αυτό το λιβάδι θα πρέπει αναγκαστικά να το περπατήσεις. Κάθε μωρό το κάνει.Αλλά καλέ μου ανθρωπάκο. Σου έχω μια έκπληξη.


Ο κλόουν γύρισε στο δέντρο και παρατήρησε κάθε φούσκα. Μόλις είδε μια που έπεσε και έσπασε , έφερε το μωρό κοντά στον άνθρωπο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μια αλυσίδα ένωνε το μικρό λαιμό του μωρού με εκείνον του ανθρώπου.

- Αυτό θα έχει πλάκα , θα μας οδηγήσει ο μικρός φίλος μας.

Ο κλόουν γέλαγε για αρκετή ώρα. Τα μάτια του ανθρώπου είχαν γεμίσει δάκρια.

Το μωρό μπορούσε να μπουσουλίσει καθώς ούτε έκλαιγε ούτε καταλάβαινε τι γινόταν.

- Θέλω να σε προειδοποιήσω λοιπόν πως ότι παθαίνει το μωρό παθαίνεις κι εσύ , ανέφερε ο αρλεκίνος.

Το μωρό τους είχε οδηγήσει σε έναν δάσος. Οι λύκοι ήρθαν αντιμέτωποι και με το μωρό και με τον κλόουν. Ο άνθρωπος είχε κλειστά τα μάτια κι έκλαιγε όλη την ώρα.
Οι λύκοι άρχισαν να δαγκώνουν το μωρό και να γρατζουνάνε κάθε σημείο της ευαίσθητης επιδερμίδας.
Ο άνθρωπος γούρλωσε τα μάτια
κι άρχισε να ουρλιάζει.
Το ράψιμο του στόματος
που είχε κάνει ο κλόουν
στον άνθρωπο
σκίστηκε.

Στο μεταξύ, ο κλόουν κοίταζε και με ευχαρίστηση έλεγε :

- Έτσι ... υπέροχα !


Η κραυγη του ανθρώπου άρχισε να καταστρέφει το δάσος και ότι υπήρχε γύρω τους.
Ο αρλεκίνος κοίταξε ολόκληρο το τοπίο να καταστρέφεται ενώ άρχισε να γίνεται σεισμός. Ψιθύρισε κάποια λόγια.
Το δάσος εξαφανίστηκε ώσπου οι δυο τους πάλι βρέθηκαν στην αρχή , στο σημείο όπου είχε εμφανίσει ο αρλεκίνος πέντε πόρτες.
Ο άνθρωπος δεν ήταν πια αλυσωδεμένος με το μωρό- δεν το ξανα είδε - Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ουρλιάζει και να θέλει να φύγει.
Ο κλόουν έγνεψε αρνητικά.
Η πρώτη πόρτα άρχισε να εξαφανίζεται.
Τώρα έμεναν τέσσερις.
Ο κλόουν κοίταξε τον άνθρωπο και του είπε

-Σου πήρα την παιδική αθωότητα.Τώρα , ποιά θες να είναι η συνέχεια ;

Ο άνθρωπος έβαλε τα κλάματα.Κάθε δάκρυ εξαφανιζόταν επι τόπου.
Ο κλόουν έβαλε κι αυτός τα κλάματα ,μα γρηγορα γέλασε.

- Μην κλαις παιδάκι , αφού δεν μπορείς να απαντήσεις, θα επιλέξω εγώ για σένα.Εντάξει ;χαίρομαι πολύ γι'αυτό. Δεύτερη πόρτα.Ορίστε!


Ο παλιάτσος έσπρωξε με βία τον άνθρωπο και μπήκαν μέσα...
( Συνεχίζεται )








Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Τράβα ένα χαρτί

Απόρησε όταν είδε τον παλιάτσο μετά από τόσο καιρό.
- Ζεις.
- Και βέβαια ζω. Δεν με ξεφορτώνεσαι τόσο εύκολα.
-Νόμιζα είχα ξεφύγει από σένα και τα ηλίθια κόλπα σου.

Ο παλιάτσος χαμογέλασε ξέροντας ότι μόνο το άτομο που βρισκόταν απέναντι , κατά βάθος
γνώριζε πως μέσα του έκλαιγε.Έχοντας επίγνωση της στάσης του αυτής έβγαλε μερικά τραπουλόχαρτα.

- Θα πάρεις ένα και θα το δεις. Μη μου πεις ποιο είναι.
- Λυπάμαι αλλά δεν ενδιαφέρομαι για τα κόλπα σου. Πρέπει να φύγω .
- Τόσο εύκολα με παρατάς;

Δεν απάντησε. Προσπέρασε τον παλιάτσο. Ο παλιάτσος ακολουθούσε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Θα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Σύντομαι κιόλας.

- Μισό λεπτό καλό μου ! περίμενε ! είμαι κι εγώ εδώ!
- Άσε με σου είπα. Δεν θέλω να σε ξανα δώ ποτέ μπροστά μου. Μην με ξανα ακολουθήσεις.
- Ώστε έτσι ε ; καλά λοιπόν. Έχω κάτι που θέλεις και μπορώ να στο πάρω.
- Τι πράγμα ;
- Λέω : έχω κάτι που θες και μπορώ να στο πάρω..
- Άσε τις ... τι είναι ;

Τώρα ο παλιάτσος γέλασε φωναχτά εννοώντας κάθε νότα που σχημάτιζε το γέλιο.

- Τράβα ένα χαρτί.

Ο παλιάτσος εμφάνισε πέντε πόρτες μπροστά στα μάτια του απέναντι.

- μην με κουράζεις ! άντε λοιπόν τράβα.

Ο απέναντι τα είχε χάσει. Δεν πίστευε όσα έβλεπε. Παρ'ολο το φόβο τράβηξε ένα χαρτί. Ο νεαρός αρλεκίνος ειρωνεύτηκε με ένα γελάκι.

- Λοιπόν ... τι έχουμε εδώ ; είδες καλά το χαρτί σου ;
- Ναι...
- Όμορφα. Τώρα λοιπόν πρέπει να τραβήξω κι εγώ ένα. Για να δούμε.

Έκλεισε τα μάτια και έβγαλε με γελοίο τρόπο την γλώσσα έξω. Τράβηξε από την ίδια τράπουλα ένα χαρτί.Κοίταξε το χαρτί και το έδειξε στον απέναντι.

- Είναι το ίδιο ;

ο/η απέναντι απάντησε

- Ναι.

Οι πέντε ξύλινες , παλιές πόρτες αιωρούνταν γύρω τους -

Ο αρλεκίνος κοίταξε το απέναντι πρόσωπο και του είπε :

- Ας αρχίσουμε. Πόρτα πρώτη.

( Συνεχίζεται ... )

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Το Πανδοχείο

Στην άκρη του βουνού ,
βρίσκεται ένα πανδοχείο.
Απομακρυσμένο από της πόλης το θόρυβο.
Το θόρυβο , που δύσκολα ξεχνάς.
Σε αυτό λοιπόν το πανδοχείο,
οι πελάτες κάθε μέρα πάνε κι έρχονται
- όπως κάθε πελάτης πανδοχείου -
οι σκάλες το πρωί είναι γεμάτες
απο μορφές
που τα βράδια
φεύγουν , κλείνονται στα δωμάτια
ενώ άλλοι δεν γυρνάνε μέχρι να ξημερώσει.
Το άλλο πρωί οι πόρτες ανοίγουν.
οι Πόρτες - ξύλινες ξεθωριασμένες -
ενώ στα πόμολα
χιλιάδες δακτυλικά αποτυπώματα.
Μα όταν φύγεις , χάνεις τους πελάτες
φεύγουν από τα δωμάτια
πριν καλά-καλά ξημερώσει
( Κάποιοι έχουν προγραμματίσει όμως το γυρισμό
κι κάποιοι την ήδη έξοδο τους )
Εγώ λοιπόν ,
ξενοδόχος
του Πανδοχείου ,
θα βρω
τους
πελάτες
που δεν πρόλαβαν να αφήσουν
τα χνάρια,
στα πόμολα του γυρισμού.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Επιβλητικό καινούργιο αύριο (η επιφάνεια)

Το δωμάτιο έχει ακόμα το άρωμα του καπνού,
εκεί όπου τα λόγια έσβησαν
χάθηκαν στο σκοτάδι
έρχεται ο καπνός να γεμίσει τα μάτια
να τα καλύψει από οποιαδήποτε προδοσία.
Χθες βράδυ , κάλεσα το παρελθόν
αντίκρυσα κάθε πτυχή του
άνοιξα την πόρτα
και προχώρησα πίσω.
Η ουσία δεν έμεινε τελικά
τα λόγια κινούνται με τις πράξεις
- μερικές φορές-
εγώ ανήκω στην κατηγορία την άλλη
όπου τα λόγια κινούνται μόνα
και οι πράξεις αυτόβουλες
με αρχή, μέση και τέλος
ίσως και λίγο το ξαφνικό
να μου υπενθυμίζει πως γίναμε όλοι
παρορμητικοί.
Κρατάς τον εαυατό σου στα χέρια σου;
ή τον παραμυθιάζεις και τον πουλάς από δω κι εκεί ;
-Σφύξιμο στα χείλη
κλωστή δεμένη
σιωπή.-
Ο Καπνός υπάρχει ακόμα ,
σχηματίζει μορφές
άλλες διαλύονται , άλλες μένουν.
Άβυσσος η ψυχή , έτσι μας μάθαν
ο χρόνος άφησε το σημάδι
στο κορμί και στο νου
και το επιβεβαίωσα χθες
-περπατάμε σε επιφάνεια-
όταν άλλαξες ,έμεινες ίδιος
ψεύτικο είδωλο -
άυλη υπόσταση
χαμένη
στο χορό που ποτέ δεν χόρεψα
στις λέξεις που δεν είπα
στις πράξεις που δεν έκανα
στο πάτωμα που ρολάρω
στην επιφάνεια που σπάει


-πέφτω.
( Στις πιο βαθιές σου καληνύχτες )
και ήθρε η Γέννεσις .


Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Εκείνη κι εκείνη

Η νύχτα- κόρη του χρόνου-
γεμίζει τη μνήμη και το όνειρο.
Η μία , αφήνει τα βήματα να την προδώσουν
η άλλη , αφήνει τα μάτια να μιλήσουν
-καμία λέξη δεν έχει νόημα -
η μία χρειάζεται ασφάλεια
καβούκι στο καβούκι
η άλλη φοβάται , ερωτεύεται...
και η νύχτα να περνά.
Η μέρα -κόρη του χρόνου κι αυτή -
γιατρεύει το πρόσωπο ,
ψάχνει τη ζεστασιά
πλαγιάζει στη μνήμη του χθες.
Η μία περιμένει, στέκεται στην γωνία ,
η άλλη στη διασταύρωση.
Φτάνει το δειλινό ,
ουδέτερη συνύπαρξη.

Εκείνη φοβόταν το χρόνο ,
η άλλη φοβόταν τα χρόνια.

Αφιερωμένο...

Θυμάσαι ;

Θυμάσαι εκείνη τη πεταλούδα ;
αυτή που κρατούσες στα χέρια
και μετά την έβαλες μέσα σου
έγινε ένα
έβγαλες μετά φτερά
αλλά δεν πέταξες
έμεινες εδώ-
μαζί μου.

Θυμάσαι την πρώτη φορά
που περπάτησες στο νάιλον ;
χαμένος στο όνειρο ;
Εκείνο τον Οκτώβρη ;

Τώρα γιατί γυρίζεις πίσω;
υποσχέθηκες να μην το κάνεις
Θυμάσαι ;

Ήταν καιρός
να γυρίσεις
σε εκείνο που πραγματικά
αξίζεις
- το ανεπιθύμητο της αγάπης-
εκείνης την εύφλεκτης λέξης
θυμάσαι ...
ξέρω ότι θυμάσαι

Τη μάσκα ;
θυμάσαι που έβγαλες τη μάσκα ;
αυτή που κράτησες στα χέρια σου
αλλά την ξανάβαλες
να σου θυμίζει
τον Εγωισμό
πόσο κοντά είστε.
Θυμάμαι,
ότι μετά
έφυγες.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Διαγραφή

Επαναφορά
πλάι
σε όσα
χάθηκαν
είναι
η μνήμη
απέναντι
στη
φαντασία
και
λίγο
δίπλα
η
διαγραφή
που
πλάι
της
έχει
όλα τα χαμένα
που
ποτέ
δεν είχες
-αφού σου πήραν οι άλλοι-
Επαναφορά
και
σε
όσα
θα χαθούν
είναι
η
μνήμη
που τρέχει
να σωθεί
από
την
πρόληψη
διαγραφής

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Όνειρο

Βράδια
κάπου
σε άγνωστο
μέρος
με τους γνωστούς
άγνωστους
σκάλα στην ασφυξία
γλυκά μωρά ,
ψωμί στο δρόμο
και μια φίλη
δίπλα
να κοιτάμε
το νέγρο
που απευθύνεται στο φύλακα
-
συντρίμμια ουδέτερα
με πτυχές άλλου
ήχου και εικόνας
αργά
πια
-σου
πήραν
το
όνειρο -

Σάββατο 30 Απριλίου 2011

Απέναντι

Έπεσε πάνω του.
Εκείνος , τον κοίταξε για ώρα.
Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπο-
και είπε
"σε ξερω..."
η απάντηση απο την άλλη πλευρά
ήταν η ίδια.
Εκείνος τότε άκουσε τα λόγια:
" μόλις φύγω θα δεις απέναντι σου
έναν άνθρωπο να σε κοιτάει έντονα.
δεν θέλω να τρομάξεις- "
Απόρησε και κοίταξε απέναντι του.
" Ποιός είναι ;"

Γέλασε.

" Εσύ είσαι , ξύπνησες στο αύριο
μα ξέχασες να κοιμήσεις το χθες "


Παρασκευή 29 Απριλίου 2011

Σερβίρεται στο πιάτο

Μία διασταύρωση τύψης και ειρωνείας ,
είναι η αλήθεια.
Βέβαια , εσείς κι εμείς
το ξέρουμε καλύτερα -
σε μάθαν έτσι
γιατί τους υπηρετείς με αυτόν τον τρόπο -
βγαίνεις ο ψεύτης μα συνάμα ο ρεαλιστής.
Πατάς στα πόδια σου ,
μα πετάς στους ουρανούς.
Πήλινα αγγεία που άφησες πίσω σου ,
φίλοι πρώην , ή οι υπόλοιποι.
Μία διασταύρωση τύψης και ειρωνείας ,
είναι και το ψέμα ,
με τη διαφορά ότι
σπάνια θα βγεις ο ρεαλιστής.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Εκ φύσεως και περί γενέσεως

Και έγινε φως
και βγήκε η αλήθεια
πλησίασε η λύτρωση
στις σταγόνες των ματιών

Είχε αγάπη μέσα ,
πάντα είχε αγάπη
και έβγαινε
και θα βγαίνει
Μα να αγαπάς
και να αγκαλιάζεις

Και έγινε φως
και άνοιξαν οι αγκαλιές
αλλά
άδεια
τα
χέρια,
μισά ,
από
τις
ξένες ζωές που περπατήσαν
πάνω σου

και έσβησε το φως
μες την ατελειωτη αγκαλιά
άφησε τα πάντα μόνα.
και πλησίασε η λύτρωση
στις σταγόνες των ματιών

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

Αυταπάτες

Δεν ήθελα να βρεθώ εδώ ,
με φέραν άλλοι -
ίσως και να ήθελα
σα καημός φεύγει η νύχτα
θα ξημερώσει που θα πάει

Στους καθρέφτες απέναντι μου ,
δεν βλέπω κανέναν
ούτε μορφή ,ούτε τίποτα.
χρόνος δωματίου
άγνωστος.

Δεν ήθελα να βρεθώ εδώ,
με φέραν άλλοι-
σα καημός φεύγει η νύχτα
που δεν ξημέρωσε μαζί σου

Παρασκευή 22 Απριλίου 2011

Οι ποδηλάτες

Αργά το βράδυ ,
πέρασαν από μπροστά μου ,
αμέτρητοι ποδηλάτες.
Ένας από αυτούς
σταμάτησε
στα μισά του δρόμου ,
με κοίταξε και μου έκλεισε
το μάτι.
Αργά ένα βράδυ ,
πέρασε από μπροστά μου
ο ίδιος σε κάποιο όνειρο.
σταμάτησε
στα μισά του δρόμου
με κοίταξε και μου έκλεισε
το μάτι.
Όπου και να γυρνάει αυτός
-σε κάποιο από τα βράδια -
δεν το γλιτώνει
του θανάτου το αναπόφευκτο.
Ακόμα και τυφλός ,
ο θάνατος
θα σε δει
να σε καλύψει -
να σου κλείσει εκείνος
το δικό του μάτι,
αργά το βράδυ.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

Λες να 'ρθουν οι λύκοι ;

Απόψε σώσε το πρόσωπο ,
περπάτα γρήγορα
θα είσαι εδώ γύρω,
το ξέρω.

Απόψε σώσε τα μάτια ,
μην τα προδώσεις πάλι -
συνήθισες ξέρεις.
τα άλλα για τους άλλους.

τα παίζεις όλα για όλα ,
μέχρι και τον άσσο.
κακόμοιρε -
ξέρεις τί φύλλο είναι αυτό ;
χρυσάφι.
παίζεις όλα για όλα
θυμάσαι ;

(Εδώ που κατοικούμε οι λύκοι θα μας φάνε )

Απόψε σώσε τα χέρια ,
και αύριο τα υπόλοιπα -
γιατί ξέρεις πως
στην επόμενη καίγεσαι ,
έστω και με φουλ του άσσου.


Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Η επιστροφή

(Αφού άφησε το σακίδιο κάτω , κοίταξε το χώρο. Ύστερα πρόσεξε απέναντι )

-Τί κουβαλάς εκεί ;
-Δεν είναι τίποτα
-Πώς δεν είναι τίποτα ; αφού κάτι έχει μέσα.
-Κάτι πολύ δικό μου, για σένα ίσως και άχρηστο.
- Θέλεις να μου πείς ;
- Δεν είναι ώρα ,αλλά και να σου πω , τί σημασία έχει ;

( Πήρε το σακίδιο στην αγκαλιά. Το έσφιξε- .Τώρα δεν πρόσεχε τίποτα )

- Πού θα πας ;
- Θα συνεχίσω αυτό το μονοπάτι , λίγο πιο κάτω.
- Και πού βγάζει ;
- Κάπου που μόνο εγώ μπορώ να πάω. Ίσως κι άλλοι. Στο τέλος όμως μόνο εγώ θα φτάσω.
- Και πού το ξέρεις ;
- Το ξέρω.
- Πώς ;
- Το νιώθω.
- Αν έρθω μαζί σου ; πάρε με μαζί σου , γιατί δεν με παίρνεις ; θα σου κάνω παρέα.
- Μέχρι τα μισά μπορείς. Μετά θα φύγεις.
- Πώς το ξέρεις αυτό ;

( Δεν απάντησε. Φόρεσε στην πλάτη το σακίδιο και προχώρησε)

- Τελικά θα μου πείς τι έχει μέσα ;

( Απάντησε. Λίγο σιγανά .Ίσα να ακούει τη χροιά. )

- Αναμνήσεις

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

πονταρεις στο ένα.

Κάπου
στα μισά
υπάρχει
και το χαμόγελο

Κάπου
να πας
εσύ,
οδηγός
του
ταξιδιού
χωρίς φτερά
πλέον

αλλά να μην
ποντάρεις στο μηδέν.
κοίτα γύρω

( και τα δάκρυα στεγνά )

θα
ποντάρεις
στο ένα -


είσαι
στα μισά ;

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

3 και κάτι καλοκαίρια

Η ΑΡΧΗ

[κάπου στο κέντρο , το παρακάτω γράμμα διαβάζεται - ίσως σε ένα παγκάκι]


" Αγαπημένε ,
Ελπίζω να είσαι καλά ! Έχω καιρό να ακούσω νέα από σένα. Εύχομαι να είναι όλα καλά. ξέρεις... μου λείπεις... μου λείπεις πολύ. Φτιάχνω κάτι μαριονέτες αυτόν τον καιρό στο εργαστήρι. Ναι , είναι πρώτη φορά που θα τις κρατάς στο χέρι. Θυμάσαι ; εσύ μου είχες πει να τις φτιάξω. Σε λίγο καιρό έρχεται το καλοκαίρι. Θα σου φέρω να κρατήσεις για να με θυμάσαι. Σκέφτομαι να τους δώσω ονόματα απ'τους πλανήτες.
Εδω πέρα ο καιρός έχει τρελαθεί ! μία κρύο , μία ζέστη. Ξέρεις όμως τι μου έλειψε πολύ ; αυτές οι βόλτες με τις ομπρέλες... τώρα με το καλοκαίρι όμως τι θα κάνουμε ;



Η ΜΕΣΗ
[ κάπου εκεί στη βροχή το γράμμα διαβάζεται από κάποιον - ίσως σε ένα παγκάκι]

" Δεν το αντέχω όλο αυτό. Πονάω ... είναι καλύτερα να μην δούμε ο ένας τον άλλο για
κάποιο καιρό."



ΤΟ ΤΕΛΟΣ

[ κάπου , διαβάζεται ]

" ΦΤΑΝΕΙ. "

Κάθισαν στο ίδιο παγκάκι.
Ανέβηκαν τα ίδια σκαλιά.
Πήραν διαφορετικούς δρόμους.
Κι όμως συναντήθηκαν.
Λίγο πριν το καλοκαίρι , το δικό τους γράμμα τους περίμενε στο χαλάκι , στο δικό τους κουτί.
Λίγο πριν το καλοκαίρι , η δική τους ζωή ,τους περίμενε έξω απ'την πόρτα.
Λίγο πριν το καλοκαίρι , και οι τρεις εξαφανίστηκαν.
Για πάντα.


Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

Περί ελάσσονος ή μείζονος

Ίσα-ίσα που ακούμπησε τα πλήκτρα.

Λάτρευε να πατάει τα πετάλια.

ο ήχος ακουγόταν διαφορετικός.
ίσως πιο δυνατός , σα να κάνει ηχώ.
τότε τα πλήκτρα έγιναν ένα με το σώμα.
Ήξερε κάθε νότα που χτυπούσε
τι ήχο έκανε.
πώς αντιχούσε.
απαλά ... ίσως και λίγο δυνατά.


Για μια στιγμή σταμάτησε και έβαλε την παλάμη στην καρδιά.

Λάτρευε να πατάει τα πετάλια.
Ακούμπησε τα πλήκτρα.

Ήξερε κάθε νότα πού χτυπούσε , και αυτή χτυπούσε στην καρδιά.


Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Χαμένες ηλικίες

Σε αυτούς που όταν άνοιξαν τα μάτια ,
γίναν παιδιά.
Σε αυτούς που όταν έκλεισαν τα μάτια ,
μεγάλωσαν απότομα.
Γίναν γίγαντες σοφοί ,
ταξιδέψαν σε όλο το παραμύθι
και ξαφνικά άνοιξαν οι κόρες των ματιών.
Σε αυτούς που μείναν παιδιά ,
και συνέχισαν να είναι παιδιά κάτω από το χώμα.
Το χώμα , το οποίο σκεπάζει κάθε ίχνος ιστού - που εξαφάνισε
και το παραμικρό αγνό βλέμμα.
Σε αυτούς που βρήκαν τα χαμόγελα πίσω από τη μάσκα του παιδιού.
Μεγάλωσαν οι μέρες -
Ο χρόνος έθαψε τα παιδιά του.

Στο χρόνο λοιπόν ,
που μας κανει γίγαντες , κάτω από το χώμα.
στο χαμένο δρόμο που πήρες , όταν έκλεισες τα μάτια.


Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Διπλή όψη στην πισίνα

Άκουγε τον ήχο που έκανε το νερό στην πισίνα.
Βούταγε το κεφάλι μέσα και μετά έβγαινε με ένταση έξω.
Σκούπισε το σώμα και φόρεσε πρόχειρα την πετσέτα.
Είχε φτάσει πια το δειλινό -
δεν άκουγε γύρω τίποτα.
Κάθισε κάτω και έβαλε τα πόδια
μέσα στο νερό.
Πλατσούρισε κι ύστερα σταμάτησε.
Τώρα έβλεπε δύο όψεις στο νερό.
Εκείνο το πρόσωπο που κάθε μέρα έβλεπε το άλλο.
Ίσιωσε την πλάτη και τραγούδησε
" Εγώ μωρό μου εδώ περνώ καλά , θα τα καταφέρω "
Φώναξε το προσωπικό -

Λίγη ώρα αργότερα ήρθε με ένα κρασί στο δίσκο.
Άνοιξε το κρασί και έπινε σιγά -σιγά.
Ξεδίπλωσε την βρεγμένη εφημερίδα και κοίταξε τα νέα.
" ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΕΦΤΑΣΑΝ ΤΑ ... "
" ΜΑΖΙ ΤΑ ΦΑΓΑΜΕ ΚΥΡΙΕ ΠΡΟΕΔΡΕ "
" ΑΣ ΕΝΩΘΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΜΙΑ ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΧΩΡΑ "
" ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ "
- Τί να πρωτοδιαβάσει ;
στο τέλος άφησε την εφημερίδα , έβγαλε την πετσέτα , και κοίταξε με το γυμνό σώμα την όψη.
" εσύ σήμερα τι έκανες ; " συλλογιστηκε.
Βούτηξε πρώτα το κεφάλι στο νερό. Ύστερα το σώμα.

Την επόμενη μέρα , η στεγνή εφημερίδα έγραψε :
" ΣΤΑ ΔΕΙΛΙΝΑ ΠΝΙΓΟΝΤΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ "

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

Υπέροχοι άνθρωποι

Κόβουν βόλτες τα βράδια.
Ακούνε την ησυχία και τον θόρυβο.
Φωνάζουν μέσα στο λευκό.
Χορεύουν γύρω από τον κύκλο-
Παρτιτούρες μισές
ταγμένοι στα κλειδιά του σολ και του φα.
Παλέυουν τη νύχτα να επιβιώσουν.
Το πρωί , είναι εκείνοι- είναι οι ίδιοι.
μισός εαυτός , σχεδόν ψέυτικος.
είδωλο μες το σκοτάδι , μάτια κλειστά.
άνθρωποι υπέροχοι που σέρνεστε εδώ και κει ,
πού κρύβεστε τα βράδια ;
ίσως μες στη σιωπή.

Αντίστροφη μέτρηση ( Μέρος 1ο )

Αρχίσαμε όλοι μαζί ,
ένα ταξίδι
που ο καθένας έχει στόχους.
Μερικά βέλη
πέφτουν κάτω.
Μερικά λόγια δεν έχουν ουσία.
άλλα έχουν απλή σημασία,
κρυμμένα στου χρόνου το πρόσωπο.
Τελείωνουμε όλοι μαζί ,
αυτό το ταξίδι ,
που μια μέρα
θα φαντάζει ένα απλό όνειρο.
Περπατάμε πάνω του ,
έτοιμο να σπάσει.
εκκρομότητα καμία ,
ή τουλάχιστον μία :
να γελάσουμε τελευταίοι.

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Βράδια επιστροφής

Εκείνο το βράδυ επέστρεψες.
μύριζε ωραία , όπως σήμερα.
λίγο άνοιξη λίγο καλοκαίρι-
μάτια κλειστά σε ένα άρωμα
από άλλη εποχή.
Σήμερα μύριζε έτσι.
ξέρεις ;
σε βλέπω στα όνειρα.
κι άλλα τόσα βλέπω.
μα ξέρεις τι λέω ;
λέω : πόσο πολύ θέλω να έρθει το καλοκαίρι.
πρώτη φορά θέλω να έρθει.
Και να ξυπνήσω και να
δω εκείνο του Αυγούστου το δειλινό...

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Πεταλούδες

κάπου στο κέντρο , βρίσκεσαι κι εσύ.
να δοκιμάζεις την ανοιξιάτικη ευωδιά.
όσα περάσαν, γίναν πεταλούδες- πετάνε την άνοιξη
φύγαν.
μυρίζει άνοιξη. σε λίγο καλοκαίρι , η ώρα άλλαξε.
Τώρα πια , ψάχνεις το θησαυρό -
τίποτα περισσότερο
μια ευωδιά που θα σε οδηγήσει σε ένα κρυμμένο θησαυρό.
κάπου στο κέντρο , φιλιούνται οι άνθρωποι ,
περπατούν μαζί χέρι-χέρι
οι μορφές τους σχηματίζουν σκιές κάτω από τον ήλιο.
μυρίζουν κι αυτές , άλλες αργούν , μα θα μυρίσουν.
οι πεταλούδες γυρνούν.
μέσα σου , είσαι η άνοιξη , ένα μεγάλο λουλούδι.
όμορφο ή όχι , δεν έχει σημασία.
γεννιέσαι και γίνεσαι.
είμαστε παιδιά των λουλουδιών.
κάπου στο κέντρο , η ώρα άλλαξε.
μα δεν σου μάθαν ότι τα λουλούδια είναι όμορφα ;

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

βίαιη εύφλεκτη λέξη


κοιτούσε τις λέξεις
μα ακολουθούσε
τα χνάρια.

κόκκινο φεγγάρι
δεμένο
κάπου κρύβεται.
κλαίει κι εκείνο.

η σειρήνα τραγουδάει
παρασύρει το θύμα
το κοιτάει μέσα στα μάτια .
το αγκαλιάζει

κρέμονται και οι λύκοι
γύρω
από το φως.
αλλάζουν τα πρόσωπα τη νύχτα.
Τότε όλοι είπαν
" ... "

Η σειρήνα άρχισε να πνίγει το θύμα.

( Που να ξερε η καημένη ,
τον καθρέφτη της κοιτούσε )


Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Η Θεραπεία

Σκέφτομαι.
τώρα τι σκέφτομαι θα γελάσω.
ένα πολλαπλό δίχτυ κολλημένο στις κόρες των ματιών.
Τι είχες , τί έχασες.
Κι όμως , καμιά φορά πονάει η ιστορία της γνώσης.
Να ξέρεις τα γεγονότα ακόμα και με κλειστά τα μάτια.
γατζωμένος στην κατάσταση της αδράνειας.
ο ένας συμπληρώνει το επίφωνημα του άλλου.
πες μου ,
αισθάνομαι εγώ μόνος σε μια τόσο επιφανειακή πόλη ;
Σκέφτομαι.
τώρα, τι σκέφτομαι θα μείνει εδώ -
κολλημένο στις ίριδες των ματιών.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Αόρατο πέλαγος

Σιωπηλές κραυγές
τα βράδια
λίγο πριν
ξημερώσει

Ψίθυροι
που
ουρλιάζουν
για τον
μελοποιημενο
θανατο
της ικανοτητας.
Εκεί , παρα πέρα
-κάτι παραπάνω-

ένα δάκρυ οργής
κι άλλο ένα λύπης
μα ο Αδαμ κι Εύα
ήταν αδέρφια
πλάσμα ένα
πηλός-


αλώβητοι όσο δεν πάει -
> να και το πλήρωμα
μισοί πάνω μισοί κάτω<
πνιγμένοι
θαμμένοι στην άμμο
μακριά απο μας

το καράβι προχωράει
βγάζει πόδια
σα γαιδούρι
να σέρνεται
και τον σέρνει
ο αέρας
πυλός
πλαστελίνι

να φυσάει , να μας παίρνει
να μας κάνει ό,τι θέλει
ικανότητα καμία
τραγούδι τέλος -
Σιωπηλές κραυγές τα βράδια.
ψίθυροι στο σκοτάδι.
χειρότεροι οι ψίθυροι τη μέρα,
λες δε φοβασαι ,μα
αλλάζει ο καιρός.
φώτα παντού.
ο ήλιος κλαίει και αλλάζει ρούχο.
μας εκδικείται
η μητριά του.

" πέτα ψηλά "
όλο πετάς
πέφτεις.
πέσε και στη θάλασσα καμιά ώρα.
απλώσου στην αμμουδιά
όχι μη πέσεις
εσύ ορκίστηκες να χορεύεις με τα σύννεφα.
Σιωπή.


-Φυσάει...
Νύχτα/Μέρα


Γοργόνες ,
έρχονται να σε φιλήσουν.
μακριά
τέρατα
όχι , καλές έιναι οι γοργόνες
σειρήνες που τραγουδούν
πλοκάμια που σε μαστιγώνουν
μέρα με τη μέρα
σε χτυπάνε
σε δένουν
σε βουτάνε στο νερό
και σε πνίγουν.
Και σε πνίγουν , σε πετάνε στα βράχια ,
ματωμένο,
σπασμένο,
πνιγμένο.
Αβοήθητο.
απαθής-
Οι σειρήνες ,
ψάχνουν κι αλλού τροφή ,
βουτιά και εξαφανίζονται.
σε κατασπαράξανε.
τελευταίες φούσκες
κοντά στην ακρογιαλιά.
Κάπου εκεί βυθίζεσαι
λίγο-λίγο το νερό να σε
κατασπαράζει
γίναμε τροφή για άλλους
βυθισμένοι
...


Το πλήρωμα να φωνάζει
" πάει ο καπετάνιος ,
πάει"

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

Ο Ακτινολόγος

Σηκώνεται το πρωί ,
φτιάχνει καφέ αν προλάβει,
και φεύγει.
Φτάνει στη δουλειά ,
άλλοτε καθυστερημένος ,
άλλοτε όχι.
Φαίνεται πως πέρασε καιρός από τότε που
δουλεύει στο υπόγειο.
Κι αυτό του δίνει άλλη όψη για τη ζωή.
Ελέγχει τις ακτινογραφίες
και αποφασίζει.
Κάνει ένα μορφασμό ,
ίσα όμως που προσπαθεί να μην
προδωθεί.
Και τότε σκέφτεται τι θα πει ,
στους "όσοι απομείνουν".

"Τί έγινε κύριε ... , θα ζήσουμε κι αυτό το μήνα ; "

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Το μέτρημα

Φίλοι ,
που χάνονται
από δω κι από κει.
Μουσικές
που
οι μελωδίες αλλάζουν.
και σ'αλλάζουν.
μεγαλώνεις

Για τους φίλους
και
για τους ...φίλους.
που χάνονται έτσι τα βράδια.
που φεύγουν κι έρχονται
και σε αλλάζουν
και αλλάζεις

Εσένα δόλιε ; ποιός θα σε αλλάξει ;
με ποιον θα μιλήσεις ;
"κράτα με να σε κρατώ."

και απορείς μετά
γιατί
έχεις τόσο οίκτο μέσα σου.
Η κρεμάλα
έτοιμη για τους επόμενους.
Αχ φίλοι μου ,
πώς φύγατε έτσι ;

( και σας μετρώ στα δάκτυλα , αλλά μονάχα τον αντίχειρα μετρώ)

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ο ήρωας

Οι Λακεδαιμόνιοι ,
φώναξαν
" ήρωας " !
ή ταν ή επί τας
και συνέχισαν

Ο λαός
φωνάζει
" ήρωας !"
αλλά
τίποτα.
οι ήρωες δεν πληρώνουν

εσύ
σήμερα
φωνάζεις
"ήρωας "
και δεν το εννοείς

Αυτός ,
στο πάτωμα,
κλινικά νεκρός
στάθηκε και έπεσε
μας έσωσε
" ήρωας "
φωνάξαμε

(Μα κανείς δεν ακούει τον πετεινό )

ο άλλος ,
χαμογέλασε
και προσπάθησε να σηκωθεί
Ανάπηρος
αλλά
χαμογέλασε.
Ήρωας
είπε ,
μα κανείς δεν τον άκουσε.


Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Προφητικό

Και θα ξανα φαω τα μούτρα μου ,
θα πέσω ,
θα λέω διάφορα
και θα θα θα
νά τα τωρα .
βλέπεις τι κάνεις ;
το εχω ξαναδεί το εργάκι ,
στην αρχη το διασκεδάζεις
και λες
ειμαστε εδω.
συνεχίζεις και μετα την πρωτη πραξη
λες να τα μας .
πάει κι αυτό
ούτε υπόκλιση
ούτε τιποτα
το ξερα, το λεγα.
μην με ακουτε ,
απλα γνωριζω οτι
ετσι ειναι.
ίσως , μπορεί ,
αύριο
μεθαύριο
και ένα ποτέ για επιφύλαξη
και θα λέω μετά.
" τά λεγα εγώ , τα λεγα !..."

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

O άνθρωπος με τα καστανά μάτια

Φόρεσε το σακάκι ,
σηκώθηκε και έφυγε.
Κοίταξε την όμορφη κυρία ,
που περασε απο κοντά του ,
μύρισε την βροχή-
και χαμογέλασε.
Συνέχισε να προχωράει με το ερωτηματικό
λίγο πιο πάνω απο το κεφάλι.
Είδε τις φίλες
και κουβεντιάσαν.
Το χαμόγελο ,
πρόδωσε την γλυκιά αγωνία
και τη
χαρά
που είχε.
Την επόμενη μέρα ,ξύπνησε , ήπιε καφέ ,άνοιξε την τηλεόραση.
Είδε το αστείο πρόγραμμα και
γέλασε.
Λίγο αργότερα ,
ντύθηκε κι
έφυγε.
Χαμογελούσε στη βροχή.
Η πεταλούδα μέσα μιλούσε.

Έκλεισε τα μάτια.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά ,
άνοιξε τα μάτια
και το καστανό ,
άρχιζε να παρατηρεί γύρω του.
Τώρα έβλεπε την κακάσχημη κυρία ,
έβριζε τη βροχή ,
και δεν ήθελε κανένα ερωτιματικό πάνω στο κεφάλι.
Η πεταλούδα πέθαινε λεπτό με το λεπτό.
Κουβέντιασε με τις φίλες αλλά
ήξερε πως
τίποτα δεν ήταν ικανοποιητικό.
Γύρισε σπίτι ,
και συλλογίστηκε.
Κοίταξε τον καθρέφτη
και είπε
" όχι τη βροχή , τη βροχή δεν την έβρισα , όχι. "

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Να μαθαίνεις

Ακούς το ακορντεόν ;
τι όμορφος ήχος !
να ακούς και να χαμογελάς ,
κάπως νοσταλγικά ,
χωρίς όμως ματαιότητα.
Να γελάς με τον πιο κρυφό σου πόνο ,
σα να τον κοροϊδεύεις.
Όμως εκείνος σε ξεγελάει-
έρχεται με τις νότες του λα μινόρε.
Να μαθαίνεις ,
να γελάς ,
να ακούς τον γλυκήτατο ήχο ,
να είσαι ο εαυτός σου.
Να ξέρεις πως γύρω σου υπάρχει
το πολύ και το λίγο.
Να μαθαίνεις για το μέτρο.
Να συνειδητοποιείς ότι
μισά είναι αλήθεια
μισά είναι ψέμα
Να αγαπάς τη ζωή.
μικρή -μεγάλη ,
να την ευχαριστηθείς.

Να μην υπάρχουν να.

Τι όμορφος ήχος !
ακούς το ακορντεόν ;


Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Παλέτα

Να προτιμήσεις
αυτό που πάντα θες.
Να αδιάσεις το κορμί
απ 'ό,τι περισσεύει.
Να αδιάσεις και το μυαλό
Όπως τις αποχρώσεις .

Βάλε και λίγο χρώμα.
Μετά κοίτα το έργο σου
και μέτρα τι είναι δικό σου -
βάλε κι άλλο χρώμα.
Τώρα κοντεύεις
στην ολοκλήρωση.

Εδώ, είναι η παλέτα -
την αδιάζεις όποτε θέλεις εσύ.
Κι αυτό ,
γιατί
είναι
δική σου.

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Κήδευσις: τρία χρόνια

Εκείνη τον αγαπούσα. Του είχε δοθεί ολοκληρωτικά άλλωστε. Μόνο που εκείνος έδειχνε να μη θέλει να της εκδηλώσει τα συναισθήματα του. Εκείνη τη μέρα είχαν βγει για φαγητό. Εκείνη απόρησε που δεν έτρωγε πολύ. Ήταν πολύ χλωμός. " Δεν θα φας ; ". Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε. " Όχι ακόμα."
" Τότε τί βγήκαμε ; "
" Μα ήθελα να σε δω."

Λίγες ώρες αργότερα περπατούσαν στο δρόμο. Εκείνη σταμάτησε ενώ αυτός δεν την είχε δει.
" Τί συμβαίνει ; "
Εκείνος άργησε να απαντήσει. " Τί εννοείς ;"
- εννοώ ότι δεν μπορεί πόσο καιρό τώρα να μην λες τίποτα. Ξέρεις τα πάντα για εμένα κι εγώ τί ξέρω ; μια δουλειά και αυτό. Ούτε που μένεις , ούτε καν τους γονείς σου δεν έχω γνωρίσει.
Αυτός την κοίταξε αλλά δεν απόρησε.
Συνέχισε να περπατάει.


Λίγες μέρες αργότερα της τηλεφώνησε. Βρέθηκαν για λίγο και θυμήθηκαν την πρώτη τους επαφή. Τα κορμιά τους έγιναν ένα και αυτή βυθίστηκε μέσα του. Έλιωνε με το παραμικρό άγγιγμα. Την έκανε ό,τι ήθελε. Σα μια μαριονέτα. Είχε μάθει κάθε της κίνηση και αυτό τον έκανε τον άρχοντα του παιχνιδιού.Ένα παιχνίδι όπου ο ίδιος όριζε τους κανόνες.
Όταν τελείωσε, εκείνη βιαστικά φόρεσε τα ρούχα της και τον κοίταζε που έμενε απαθής.
Πήρε ένα τσιγάρο -

" Νιώθω άβολα εδώ... με τους γονείς μου μέσα δεν είναι και ότι πιο ωραίο. "

Αυτός την κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια. "Να έρθεις τότε σπίτι μου "
" Επιτέλους ! Πότε ; " βιαστική όσο ποτέ.


Ήταν τόσο ερωτευμένη. Για μια στιγμή ένιωσε ολοκληρωμένη.

Ο χρόνος πέρασε. ένας , δύο , τρείς.





Η είσοδος του σπιτιού ήταν φωτεινή. Ανέβηκαν και μπήκαν στο σπίτι.
εκείνη απόρησε και είπε¨ άνοιξε κανά φως "
αυτός την κοίταξε μέσα στο σκοτάδι.
Άρχισε να ανάβει ένα ένα τα κεριά πάνω στο τραπέζι του σαλονιού.
Επιτέλους είχε έρθει στο σπίτι- έτσι σκεφτόταν.
Μέχρι να καταλάβει ότι ήταν και η τελευταία φορά.
Εκείνο το βράδυ δεν άναβε κάποιο φως παρά μόνο ένα-ένα τα κεριά.
Αυτή είπε σιωπηλά .. " μα τι είναι αυ.."
το φως των κεριών ολοένα και αποκάλυπτε τι έκρυβε στο σαλόνι του.
Εκείνος αφού άναψε τα κεριά της γέλασε. " έλα"
αυτή ούρλιαξε και σηκώθηκε να φύγει.
Τότε αυτός της έδειξε το φέρετρο. Το άνοιξε.
" Έλα αγάπη μου , έλα να ξαπλώσουμε μαζί "


Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Νέο καθεστώς

Θα αρχίσω κάτι καινούργιο.
Θα μείνω εδώ , μέσα μου.
μα πρώτα θα φτιάξω το δικό μου βασίλειο.
τα δικά μου θεμέλια .
Θα μεγαλώσω μαζί με τις σταγόνες.
παρέα με τα σύννεφα και τα όνειρα.
λίγο θέλει και θα είμαι καλά.

Θα κάνω όνειρα , που θα περπατάνε.
Μέρα με τη μέρα.
Εσείς φίλοι μου , σα τα κλαδιά ,
θα με βοηθήσετε.
θα φτάσουμε,
όλο και πιο πάνω.


Ελπίζω κάποια στιγμή ,
να πετύχω,
χαμένος νικητής- τι πειράζει ;
Και θα είμαι χαρούμενος
ούτε κρύο , ούτε ζέστη.
και θα αρχίσω να μετρώ μέχρι το τρία.
- λα μινόρε -

Θα ζωγραφίσω -
έρωτας από τα χρόνια της αθωότητας...

και αρχίζει άλλη μια αντίστροφη μέτρηση,
με άλλους αριθμούς.
-προσωρινούς-
Και θα πετύχω.
...
Και θα συνεχίσω.
αλλά ξέρεις ;

ξέρεις τι είναι οι άνθρωποι να ζουν από τη δυστυχία των άλλων;
δες τους πως διψάνε !
Και θα συνεχίσουν.

Μα εγώ θα συνεχίσω το έργο της βροχής.

Και είναι αυτό το θα ,
που σου θυμίζει πόσο ίδιο είναι με τον ουρανό -
εκεί ψηλά ,
πού να το φτάσεις ;

- μα μου μάθατε να πετώ !
έστω και με σπασμένα φτερά...

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

1 και κάτι

Μπορείς
να
δεις ;

Πάλι
για σένα λέω.

Γέρε,
νέε
τι είσαι πια ;
πώς μπορείς και αλλάζεις τόσο εύκολα;

δάσκαλε χρόνε ,
με τυραννάς.
αλλά ξέρω πως
με
γιατρεύεις.

Θα αργήσω να το δω,
ομιλώ για να ομιλώ,
γράφω για να γράφω.

Γράφω για να σε χαράξω ,
μέσα μου.
Σα παιδί σου κι εγώ,
που γλυκά θα με πάρεις