την άφησα
-λίγο- να σφίξει το δάχτυλο,
να μου θυμίσει
τα τελευταία ,
να μεταμορφωθεί
σε αγκάθι
που βασανιστικά
θα τρυπάει το δάχτυλο
( και το αίμα να πέφτει )
Μα τί κάνεις ;
τότε...
τί θα κάνεις ;
Το αγκάθι γίνεται ένα με το σώμα.
Κοίταξα στον καθρέφτη
κι ό,τι πρόλαβα να δω
ήταν
ένα
βέλος
-καρφωμένο -
γατζωμένο στο σημείο που πονάει πιο πολύ -
Σάπισε αυτή η πόλη ,
κι εμείς μένουμε εδώ μέσα ,
ριζώνουμε
και μας καίνε.
Γίναμε τσιμέντο,
μας κοίταξε η αλλαγή
μα έφυγε ,
πήρε το δρόμο του γυρισμού.
Ριζώσαμε καλά καλά
και τώρα θέλουμε να φύγουμε.
( μα πού θα πας ; )
Κοίταξε κάτω μου,
γονάτισα,
έκλεισα
τα μάτια
κι άφησα τον
πόνο
να νικήσει.
( μα τί κάνεις ; τότε ... τί θα κάνεις )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου