Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Η δεύτερη πόρτα

Ο άνθρωπος βρέθηκε να είναι ξαπλωμένος. Πλάι του ο κλόουν να αρχίζει να σηκώνεται.Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον ουρανό. Βρισκόταν έξω από ένα παλιό εργοστάσιο. Η μυρωδιά δεν ήταν ούτε ευχάριστη ούτε το αντίθετο.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και ένιωσε εξαντλημένος από ό,τι είχε περάσει σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Το εργοστάσιο λειτουργούσε.Ο κλόουν του έκανε νόημα να μπουν και άνθρωπος δέχτηκε. Είχε πια συνηθίσει σε όλη αυτή τη διαδικασία.Τα μάτια είχαν πριστεί από τα δάκρυα και δεν έβγαζε άλλη φωνή. Ένιωθε το φόβο και κούραση. Δεν ήξερε τι τον περίμενε.
Η είσοδος του εργοστασίου ήταν ένα άδειο δωμάτιο με κάτι καθρέφτες. Σε κάθε καθρέφτη ο σωματότυπος των δυο χαρακτηρων φαινόταν διαφορετικός. Σε άλλους χοντροί , σε άλλους λεπτοί , ψηλοί , κοντοί. Οποιαδήποτε μορφή θα μπορούσε να πάρει ένας ανθρώπινος οργανισμός.

- Έχει πολύ πλάκα αυτό ! , ανέφερε ο κλόουν. - Ας συνεχίσουμε...

Περπάτησαν ένα διάδρομο και βγήκαν σε ένα χώρο με πτέρυγες , όπου σε κάθε πτέρυγα βρίσκονταν άνθρωποι που κοιμόντουσαν. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ο κλόουν εξήγησε στον άνθρωπο πως αυτοί οι άνθρωποι κατασκευάζουν τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Έχουν πολύ δυνατή φαντασία. Συνέχισαν να περπατάνε και αφού ανέβηκαν αμέτρητες σκάλες - ο άνθρωπος να κοιτάει κάτω και να μην έχει σχολιάσει τίποτα- έφτασαν έξω από τρεις πόρτες.

- Έχεις βαρεθεί να ανοίγεις πόρτες , ξέρω ! ξέρω ! αλλά πρέπει να με βοηθήσεις. Ποιό φύλλο τράβηξες από την τράπουλα μου ;

Ο άνθρωπος κοίταξε απογοητευμένος τον κλόουν.Δεν μίλησε καθόλου και έβγαλε το χαρτί από την τσέπη του. Ο Κλόουν μόλις το είδε ενθουσιάστηκε.

- Ντάμα σπαθί ! , ξεφώνησε. Τί όμορφο χαρτί ! έλα λοιπόν ! θα γνωρίσεις κάτι που θα ενθουσιαστείς.Και επιτέλους πια.. χαμογέλα λίγο...

Ο αρλεκίνος άνοιξε την μία από τις τρεις πόρτες. Μπήκαν μέσα και βρήκαν μια γυναίκα πάνω σε ένα φέρετρο. Ήταν ίδια η ντάμα όπως φαινόταν στις κάρτες.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τους δύο χαρακτήρες.Σε λίγα δευτερόλεπτα η γυναίκα αντίκρυζε τον άνθρωπο κατάματα και του χαμογέλασε.Εκείνη άγγιξε το κεφάλι του και έκλεισε για λίγα δευτερόλεπτα τα δικά της μάτια πάλι.
" Είμαι η μνήμη , γυναίκα της μοναξιά σου και κόρη των θλίψεων " , του ψιθύρισε.

Ο Άνθρωπος έπεσε λιπόθυμος κάτω.
Κάθε μνήμη είχε εξαφανιστεί.
Ο κλόουν έκλαψε και χαμογέλασε.
Η γυναίκα κοίταξε τις δύο μορφές

- Εξαφάνισε τον. Κινδυνεύει... , είπε η γυναίκα . - Κι αν χαθεί , θα χαθώ κι εγώ...

( Συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου