Κι ήρθε ο χρόνος ,
θυμήσου λίγο ένα χρόνο πριν
κάτι καλοκαίρια και κάτι ,
ένα καλοκαίρι πριν
και η ζωή διαφορετική , ξένη
ίσως λίγο απρόσιτη ,
σα τις βιτρίνες -
την κοιτάς σε κοιτά
αλλά δεν είσαι εσύ .
Εδώ που φτάσαμε , γίναμε κούκλες
που περιμένουν να τις θαυμάσουν ,
να δαμάσουν τον απέναντι άνθρωπο
και να δοθούν .
Λέμε να νοικιάσουμε τη ζωή μας
σε εμάς
να την χαρούμε όσο πάει
και να την μοιραστούμε ,
να περάσουμε τους χειμώνες
πίνοντας τσάι , ζεστό ,
όχι ξένο από περασμένους χειμώνας ,
σα μια νέα αρχή ,
ένα νέο καθεστώς
έχοντας φτερά όχι σπασμένα ,
αλλά δοσμένα από Θεούς
ισχυρά.
Και τότε τα φτερά θα ανοίγουν
κι όταν πληγωθούν
- αίμα θα στάζει - θυμήσου
τότε θα κλείσουν,
μα θα έχουμε μια φωλιά
μια αγκαλιά
όχι πια ξένη ,
ζεστή
Πότε ... μου έλεγες ;
κι έλεγα κι εγώ ,
πότε ;
κι απαντούσαμε
με ένα χαμόγελο
ένα γέλιο διάρκειας μεγάλης ,
σχηματισμένο από τα πρόσωπα των γύρω ,
και νύχτωσε.
Φύγαν όλοι πια ,
σπίτια τους , κλεισμένοι στα δικά τους μυστικά
να τους καταπιεί το σκοτάδι
ίσα μόνο να φωτίζονται από το φως μιας οθόνης
μιας ψεύτικης ζωής ,
όχι δεν είμαστε εμείς αυτό.
Το τσάι μου κρυώνει κι έχω κάτι να θυμηθώ :
ίσως κανείς δεν μου τσίμπισε το μάγουλο
δεν μου χαμογέλασε έτσι ,
κανείς δεν με αγκάλιασε έτσι
- άλλος για άλλον -
Έλα , πάμε μια βόλτα με το αερόστατο !
πάμε να φύγουμε από εδώ !
είναι ξένοι λένε εδώ , ξένοι από τις ξένες τους ζωές ,
φυλάνε και φιλάνε .
Σου αφιέρωσα χθες τη νύχτα μου στο πιάνο ,
κάθε νότα χτυπούσε για σένα ,
από την καρδιά στα χέρια κι έπειτα σε σένα ,
γύρνα πίσω να κάνουμε μια αγκαλιά -
μπορείς ;
κι ύστερα έλα να πετάξουμε ψηλά ,
μα να πατάμε γερά , ούτε μπαλόνια ούτε τίποτα.
Θυμάσαι τους χορούς ;
μούσκεμα , κι εμείς να γελάμε.
Κι ύστερα ξημέρωνε , και κλείναμε τα μάτια
έλα να φτιάξουμε ένα καταφύγιο , γεμάτο λουλούδια και μελωδίες -
Το τσάι μου κρυώνει ,
μην περάσει ο χειμώνας έτσι ,
ας έλθει αυτό που ποθούμε ,
το τσαί μου στο τραπέζι , στη ρουτίνα του , εκεί ήσυχο
μέσα σε μια ξένη κούπα
σε μια ξένη βιτρίνα.