Τρίτη 31 Μαΐου 2011

Φθογγόσημο

Η κίνηση ήταν κάτι που με γοήτευε.
Η κίνηση αυτή , του σώματος.
των χεριών ,των ματιών.
Ίσως και της πόλης.
Του κόσμου ...
αργή ή γρήγορη.

Κίνηση που ανήκει στο
παρελθόν-

Ο ήχος αποτελεί
συνοδεία
μεταξύ της κίνησης και της αντίληψης

ένας φθόγγος
ίσα ίσα να προλάβεις
το κατάλληλο της ώρας.

Έτσι και ο αποχωρισμός ,
σαν την κίνηση
με τον ήχο
να συνοδεύει
Αργά
όσα οι φθόγγοι
δεν πρόλαβαν
να κάνουν.

( και απλώνεις τα χέρια ,σερβίροντας το αντίο με το σ'αγαπώ )

Κυριακή 29 Μαΐου 2011

Αχίλλειος πτέρνα

Φως.

Πριν δύο χρόνια
είχαν αρχίσει όλα.
και κάθε τέλος σχημάτιζε
την αρχή.
Άλλο ένα αύριο
σε μικρές δόσεις.

Η επόμενη στάση
στο Βερολίνο.
Θα σε βρω...

Κράτα τις στιγμές ,
και δάνεισε μου τις καλές.
Μαζί θα είμαστε.
παρέα σε εκείνο το πάρκο
που μου αφηγηθηκες
την ιστορία σας...
Αλλά άλλη μια ιστορία
θα ξετυλίγεται
Η δική σου
και
Η δική μου.
Δύο κόσμοι
αντίθετοι
μα συνάμα ίδιοι.

Φως.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
τίποτα που να μην μας κάνει
λίγο πιο αδύναμους
λίγο πιο δυνατούς.

δεν θα σε χάσω.

η επιστροφή ήταν
το αντίδοτο
στην επανάληψη.
η νέα συνθήκη
που όρισες.
η επιστροφή ήταν
το δυνατό στο αδύνατο.
Ο χρόνος του χρόνου.


Ο αόριστος γίνεται παρακείμενος.

Η επιστροφή
έχει γίνει
η δύναμη που όρισες.


Φως.



( φιλί και αγκαλιά )
δύο ίσον ένα.


Μα τώρα ,
κρατάς το φως
και το μοιράζεις.


Ύστερα... αχλύς.
( κι η ιστορία συνεχίζεται )






Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

Καραβάκια (Χάρτινα)

Κάθε φορά
που άκουγα στίχους ,
λόγια άλλων
μελωδίες ξεχασμένες ,
προσπαθούσα να θυμηθώ
τι με συνδέει μεταξύ τους.

Μία δημιουργία ίσως.

Ο Χρόνος ,είναι η δημιουργία σου.
είσαι μια επιλογή ,
που θα γίνεις
κάποτε καράβι.

Θα ταξιδέψεις σε απέραντη παλέτα
αλλά
θα δεις και το γκρίζο
χωρισμένο δεξιά κι αριστερά
σε άσπρο
και μαύρο.

Το άρωμα δεν μένει
το χρώμα ξεθωριάζει.

Καράβι , έρμαιο του γαλάζιου
χαρτί καμμένο.


- είναι δύσκολο τελικά , να φτιάξεις ένα χάρτινο καραβάκι (;)

Βουτιά στο νερό ,
συνοδεία ακορντεόν ,
κι η θάλλασα γίνεται πάρκο.

Τα φύλλα θα πέσουν ,
το φιλί τελειώνει.


( Ψίθυροι )

Κάθε φορά
που άκουγα
ψίθυρο στο σκοτάδι
προσπαθούσα να θυμηθώ
τι απέγινε η σιωπή.







Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Καρτ ποστάλ

Τρέχουμε στο δρόμο ,
έτοιμοι να προλάβουμε
την κίτρινη πινακίδα
εκεί λίγο πιο κάτω
στο τετράγωνο.
Φαντάζει μακριά.

Πρόσθεση ,
η ένωση
του είναι και του θέλω
Αφαίρεση
η άγνωστη
που σου παίρνει
τα όσα και τα ανούσια.
Πολλαπλασιασμός
η πρόσθεση της ευτυχίας
Διαίρεση ,
το να απλώνεις τα χέρια.


Αλλαγή στη στροφή.
Τώρα παρατηρείς την πινακίδα.
Ένας προορισμός.
Πολλοί εμείς.

Τρέχαμε στο δρόμο ,
ίσα να φτάσουμε την κίτρινη πινακίδα.
εκεί στο τετράγωνο ,
λίγο πριν το νέο καθεστώς.
Μέχρι να μάθεις
ότι ένα κι ένα
κάνουν
όσο μια ολόκληρη ζωή.
Μετά γνώρισα
την αφαίρεση.

(Αλλαγή προορισμού: η πέρα πινακίδα... )



Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Αποϊστορικοποιεί

Στην
φωτογραφία
που
πρωτοείδες,
εκείνη
η μορφή
είναι
κάπου
κρυμμένη
στην ιστορία
για αιώνες
για πάντα
σχεδόν
αθάνατη
μα
όχι αληθινή
να σύεται
μεταξύ της γραμμής
ψέμα
ή
αλήθεια.
Αυτή
ήταν η δουλειά
του
.
ένα
κλικ
για
να τους
φυλακίσει
στα
δεσμά
του
πάντα.

Η Τρίτη πόρτα

Βυθίστηκε στο πέλαγος.
ήταν μόνος.
πολύ μόνος.
Η αλλαγή ερχόταν
θα έβγαινε από το βυθό ..
σύντομα
τώρα πια μπορούσε να δει
τον ήλιο ,
να βγάλει το κεφάλι του
και να δει καθαρά τον ήλιο
το πέλαγος ,
την άμμο.
Να περπατήσει πάνω στην άμμο ,
και να ξαπλώσει.
να ηρεμήσει.
πόρτα άλλη δεν υπήρχε
- έτσι πίστευε...-
μα
το χέρι του κλόουν βγαίνει από την άμμο.
τότε η πόρτα εμφανίστηκε .
πήρε σάρκα κι οστά,
τον έκανε καψιά
και το παιχνίδι δεν τελειώνει εδώ.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Λεπτά επιτροπής , γύρω στις τεσσερις ώρες.

Ενότητα πρώτη
λόγια λόγια λόγια
Ενότητα δεύτερη
αποσυμβολισμός
Ενότητα τρίτη
η επανάληψη της επανάληψης
Ενότητα τέταρτη
η παιδεία που δεν εχουμε
Κι αν ποτε
γυρίσει ο τροχός
και πέσω μέσα
ας βγουμε
κερδισμένοι.
Κι αυτή η επιτροπή
παίζει με τα μυαλά
- εκείνα όπως τα δικά μας-
σα να
καταριεσαι το χρόνο
που φτάνει το τέλος
εκεί στο σημείο με την όμορφη επιγραφή
"αύριο "
Και θα έρθει
και θα έχουμε
ήδη δώσει
τα χαρτιά ,
εκείνα
που για ένα χρόνο
περιμέναμε λεπτά.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Αντίστροφη μέτρηση ( Μέρος 2ο )

Στις ώρες που φύγαν ,
τρέξαν
βγάλαν φτερά
και στα σημάδια
που θα αφήσουν
εμείς
μείναμε μονάχοι
παρέα με το εγώ
να κοιτάμε
πως φτάσαμε εδώ
λίγο πριν την αρχή
και πριν το τέλος.
έτσι είπες,
το πα κι εγώ.
Μετα θα λες
" εγώ τα κατάφερα
άξιζε
και αξίζω "
κι εγώ θα σου πω
" θα δείξει "
και θα χαμογελάμε
μέχρι να
έρθει αυτό το λίγο
πριν την αρχή

Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Η δεύτερη πόρτα

Ο άνθρωπος βρέθηκε να είναι ξαπλωμένος. Πλάι του ο κλόουν να αρχίζει να σηκώνεται.Ο άνθρωπος άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον ουρανό. Βρισκόταν έξω από ένα παλιό εργοστάσιο. Η μυρωδιά δεν ήταν ούτε ευχάριστη ούτε το αντίθετο.
Ο άνθρωπος σηκώθηκε και ένιωσε εξαντλημένος από ό,τι είχε περάσει σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Το εργοστάσιο λειτουργούσε.Ο κλόουν του έκανε νόημα να μπουν και άνθρωπος δέχτηκε. Είχε πια συνηθίσει σε όλη αυτή τη διαδικασία.Τα μάτια είχαν πριστεί από τα δάκρυα και δεν έβγαζε άλλη φωνή. Ένιωθε το φόβο και κούραση. Δεν ήξερε τι τον περίμενε.
Η είσοδος του εργοστασίου ήταν ένα άδειο δωμάτιο με κάτι καθρέφτες. Σε κάθε καθρέφτη ο σωματότυπος των δυο χαρακτηρων φαινόταν διαφορετικός. Σε άλλους χοντροί , σε άλλους λεπτοί , ψηλοί , κοντοί. Οποιαδήποτε μορφή θα μπορούσε να πάρει ένας ανθρώπινος οργανισμός.

- Έχει πολύ πλάκα αυτό ! , ανέφερε ο κλόουν. - Ας συνεχίσουμε...

Περπάτησαν ένα διάδρομο και βγήκαν σε ένα χώρο με πτέρυγες , όπου σε κάθε πτέρυγα βρίσκονταν άνθρωποι που κοιμόντουσαν. Ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ο κλόουν εξήγησε στον άνθρωπο πως αυτοί οι άνθρωποι κατασκευάζουν τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων. Έχουν πολύ δυνατή φαντασία. Συνέχισαν να περπατάνε και αφού ανέβηκαν αμέτρητες σκάλες - ο άνθρωπος να κοιτάει κάτω και να μην έχει σχολιάσει τίποτα- έφτασαν έξω από τρεις πόρτες.

- Έχεις βαρεθεί να ανοίγεις πόρτες , ξέρω ! ξέρω ! αλλά πρέπει να με βοηθήσεις. Ποιό φύλλο τράβηξες από την τράπουλα μου ;

Ο άνθρωπος κοίταξε απογοητευμένος τον κλόουν.Δεν μίλησε καθόλου και έβγαλε το χαρτί από την τσέπη του. Ο Κλόουν μόλις το είδε ενθουσιάστηκε.

- Ντάμα σπαθί ! , ξεφώνησε. Τί όμορφο χαρτί ! έλα λοιπόν ! θα γνωρίσεις κάτι που θα ενθουσιαστείς.Και επιτέλους πια.. χαμογέλα λίγο...

Ο αρλεκίνος άνοιξε την μία από τις τρεις πόρτες. Μπήκαν μέσα και βρήκαν μια γυναίκα πάνω σε ένα φέρετρο. Ήταν ίδια η ντάμα όπως φαινόταν στις κάρτες.
Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε τους δύο χαρακτήρες.Σε λίγα δευτερόλεπτα η γυναίκα αντίκρυζε τον άνθρωπο κατάματα και του χαμογέλασε.Εκείνη άγγιξε το κεφάλι του και έκλεισε για λίγα δευτερόλεπτα τα δικά της μάτια πάλι.
" Είμαι η μνήμη , γυναίκα της μοναξιά σου και κόρη των θλίψεων " , του ψιθύρισε.

Ο Άνθρωπος έπεσε λιπόθυμος κάτω.
Κάθε μνήμη είχε εξαφανιστεί.
Ο κλόουν έκλαψε και χαμογέλασε.
Η γυναίκα κοίταξε τις δύο μορφές

- Εξαφάνισε τον. Κινδυνεύει... , είπε η γυναίκα . - Κι αν χαθεί , θα χαθώ κι εγώ...

( Συνεχίζεται )

Δευτέρα 9 Μαΐου 2011

H πρώτη πόρτα

Η αρχή της ιστορίας με τον αρλεκίνο και τον απέναντι άνθρωπο.

Ο ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΘΕΩΡΗΘΕΙ ΕΙΤΕ ΓΥΝΑΙΚΑ ΕΙΤΕ ΑΝΤΡΑΣ


Ο άνθρωπος κοίταξε με αγωνία τον αρλεκίνο ενώ είχαν ήδη εισέλθει στο χώρο όπου έβγαζε η πρώτη πόρτα.
- Πού είμαστε ; , ρώτησε τον κλόουν. Τι κάνουμε εδώ ; ποιός είσαι στα αλήθεια ;

Ο τόνος της φωνής του ανθρώπου άρχιζε να αυξάνεται- μετά από λίγα λεπτά ηρέμησε και κοίταξε το χώρο γύρω.
Ο ειρωνικός κλόουν γέλασε και απάντησε:

- Βρισκόμαστε σε ένα πάρα πολύ αγαπημένο μου χώρο. Έλα μαζί μου.

Προχώρησαν μαζί σε ένα κήπο. Ο άνθρωπος κοίταζε δεξιά κι αριστερά και προσπαθούσε να καταλάβει τί ήταν αυτός ο χώρος.Ένας τεράστιος κήπος με κάτι δέντρα που δεν είχε ξανα δει ποτε στη ζωή του. Δέντρα , στα οποία τα κλαδιά είχαν πάνω κάτι μεγάλες χοντρές, άσπρες φούσκες.

- Αυτό εδώ - άρχισε ο αρλεκίνος - είναι η αρχή του κόσμου. Βλέπεις τις φούσκες στις άκρες των δέντρων ; εκεί γεννιόμαστε. Σκάνε , πέφτουν κι βγάινουμε. Είναι όλη η φύση μπροστά σου!
- Τι είναι αυτά που λες ; θέλω να φύγω από εδω. Σε παρακαλώ
- Επ επ επ , δεν θέλω τέτοια , δεν θέλω καν σχόλια. Τώρα μιλάω εγώ.

Ο αρλεκίνος έκανε μια βιαστικη κίνηση μπορστά στο πρόσωπο του ανθρώπου.Του είχε ράψει το στόμα.

-Τώρα καλύτερα. Οι φούσκες λοιπόν είμαστε εμείς. Σκάνε κι πέφτουνε χιλιάδες μωρά από κει πάνω. Σιχαίνομαι αυτη τη διαδικασία. Άκου τα πως τσιρίζουν!Άμα το δέντρο πεθάνει τότε ο κόσμος τελειώνει. Καταλαβαίνεις... Άμα γυρίσεις πίσω σου θα δεις το λιβάδι. Αυτό το λιβάδι θα πρέπει αναγκαστικά να το περπατήσεις. Κάθε μωρό το κάνει.Αλλά καλέ μου ανθρωπάκο. Σου έχω μια έκπληξη.


Ο κλόουν γύρισε στο δέντρο και παρατήρησε κάθε φούσκα. Μόλις είδε μια που έπεσε και έσπασε , έφερε το μωρό κοντά στον άνθρωπο. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μια αλυσίδα ένωνε το μικρό λαιμό του μωρού με εκείνον του ανθρώπου.

- Αυτό θα έχει πλάκα , θα μας οδηγήσει ο μικρός φίλος μας.

Ο κλόουν γέλαγε για αρκετή ώρα. Τα μάτια του ανθρώπου είχαν γεμίσει δάκρια.

Το μωρό μπορούσε να μπουσουλίσει καθώς ούτε έκλαιγε ούτε καταλάβαινε τι γινόταν.

- Θέλω να σε προειδοποιήσω λοιπόν πως ότι παθαίνει το μωρό παθαίνεις κι εσύ , ανέφερε ο αρλεκίνος.

Το μωρό τους είχε οδηγήσει σε έναν δάσος. Οι λύκοι ήρθαν αντιμέτωποι και με το μωρό και με τον κλόουν. Ο άνθρωπος είχε κλειστά τα μάτια κι έκλαιγε όλη την ώρα.
Οι λύκοι άρχισαν να δαγκώνουν το μωρό και να γρατζουνάνε κάθε σημείο της ευαίσθητης επιδερμίδας.
Ο άνθρωπος γούρλωσε τα μάτια
κι άρχισε να ουρλιάζει.
Το ράψιμο του στόματος
που είχε κάνει ο κλόουν
στον άνθρωπο
σκίστηκε.

Στο μεταξύ, ο κλόουν κοίταζε και με ευχαρίστηση έλεγε :

- Έτσι ... υπέροχα !


Η κραυγη του ανθρώπου άρχισε να καταστρέφει το δάσος και ότι υπήρχε γύρω τους.
Ο αρλεκίνος κοίταξε ολόκληρο το τοπίο να καταστρέφεται ενώ άρχισε να γίνεται σεισμός. Ψιθύρισε κάποια λόγια.
Το δάσος εξαφανίστηκε ώσπου οι δυο τους πάλι βρέθηκαν στην αρχή , στο σημείο όπου είχε εμφανίσει ο αρλεκίνος πέντε πόρτες.
Ο άνθρωπος δεν ήταν πια αλυσωδεμένος με το μωρό- δεν το ξανα είδε - Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ουρλιάζει και να θέλει να φύγει.
Ο κλόουν έγνεψε αρνητικά.
Η πρώτη πόρτα άρχισε να εξαφανίζεται.
Τώρα έμεναν τέσσερις.
Ο κλόουν κοίταξε τον άνθρωπο και του είπε

-Σου πήρα την παιδική αθωότητα.Τώρα , ποιά θες να είναι η συνέχεια ;

Ο άνθρωπος έβαλε τα κλάματα.Κάθε δάκρυ εξαφανιζόταν επι τόπου.
Ο κλόουν έβαλε κι αυτός τα κλάματα ,μα γρηγορα γέλασε.

- Μην κλαις παιδάκι , αφού δεν μπορείς να απαντήσεις, θα επιλέξω εγώ για σένα.Εντάξει ;χαίρομαι πολύ γι'αυτό. Δεύτερη πόρτα.Ορίστε!


Ο παλιάτσος έσπρωξε με βία τον άνθρωπο και μπήκαν μέσα...
( Συνεχίζεται )








Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Τράβα ένα χαρτί

Απόρησε όταν είδε τον παλιάτσο μετά από τόσο καιρό.
- Ζεις.
- Και βέβαια ζω. Δεν με ξεφορτώνεσαι τόσο εύκολα.
-Νόμιζα είχα ξεφύγει από σένα και τα ηλίθια κόλπα σου.

Ο παλιάτσος χαμογέλασε ξέροντας ότι μόνο το άτομο που βρισκόταν απέναντι , κατά βάθος
γνώριζε πως μέσα του έκλαιγε.Έχοντας επίγνωση της στάσης του αυτής έβγαλε μερικά τραπουλόχαρτα.

- Θα πάρεις ένα και θα το δεις. Μη μου πεις ποιο είναι.
- Λυπάμαι αλλά δεν ενδιαφέρομαι για τα κόλπα σου. Πρέπει να φύγω .
- Τόσο εύκολα με παρατάς;

Δεν απάντησε. Προσπέρασε τον παλιάτσο. Ο παλιάτσος ακολουθούσε έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Θα έπαιρνε αυτό που ήθελε. Σύντομαι κιόλας.

- Μισό λεπτό καλό μου ! περίμενε ! είμαι κι εγώ εδώ!
- Άσε με σου είπα. Δεν θέλω να σε ξανα δώ ποτέ μπροστά μου. Μην με ξανα ακολουθήσεις.
- Ώστε έτσι ε ; καλά λοιπόν. Έχω κάτι που θέλεις και μπορώ να στο πάρω.
- Τι πράγμα ;
- Λέω : έχω κάτι που θες και μπορώ να στο πάρω..
- Άσε τις ... τι είναι ;

Τώρα ο παλιάτσος γέλασε φωναχτά εννοώντας κάθε νότα που σχημάτιζε το γέλιο.

- Τράβα ένα χαρτί.

Ο παλιάτσος εμφάνισε πέντε πόρτες μπροστά στα μάτια του απέναντι.

- μην με κουράζεις ! άντε λοιπόν τράβα.

Ο απέναντι τα είχε χάσει. Δεν πίστευε όσα έβλεπε. Παρ'ολο το φόβο τράβηξε ένα χαρτί. Ο νεαρός αρλεκίνος ειρωνεύτηκε με ένα γελάκι.

- Λοιπόν ... τι έχουμε εδώ ; είδες καλά το χαρτί σου ;
- Ναι...
- Όμορφα. Τώρα λοιπόν πρέπει να τραβήξω κι εγώ ένα. Για να δούμε.

Έκλεισε τα μάτια και έβγαλε με γελοίο τρόπο την γλώσσα έξω. Τράβηξε από την ίδια τράπουλα ένα χαρτί.Κοίταξε το χαρτί και το έδειξε στον απέναντι.

- Είναι το ίδιο ;

ο/η απέναντι απάντησε

- Ναι.

Οι πέντε ξύλινες , παλιές πόρτες αιωρούνταν γύρω τους -

Ο αρλεκίνος κοίταξε το απέναντι πρόσωπο και του είπε :

- Ας αρχίσουμε. Πόρτα πρώτη.

( Συνεχίζεται ... )

Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Το Πανδοχείο

Στην άκρη του βουνού ,
βρίσκεται ένα πανδοχείο.
Απομακρυσμένο από της πόλης το θόρυβο.
Το θόρυβο , που δύσκολα ξεχνάς.
Σε αυτό λοιπόν το πανδοχείο,
οι πελάτες κάθε μέρα πάνε κι έρχονται
- όπως κάθε πελάτης πανδοχείου -
οι σκάλες το πρωί είναι γεμάτες
απο μορφές
που τα βράδια
φεύγουν , κλείνονται στα δωμάτια
ενώ άλλοι δεν γυρνάνε μέχρι να ξημερώσει.
Το άλλο πρωί οι πόρτες ανοίγουν.
οι Πόρτες - ξύλινες ξεθωριασμένες -
ενώ στα πόμολα
χιλιάδες δακτυλικά αποτυπώματα.
Μα όταν φύγεις , χάνεις τους πελάτες
φεύγουν από τα δωμάτια
πριν καλά-καλά ξημερώσει
( Κάποιοι έχουν προγραμματίσει όμως το γυρισμό
κι κάποιοι την ήδη έξοδο τους )
Εγώ λοιπόν ,
ξενοδόχος
του Πανδοχείου ,
θα βρω
τους
πελάτες
που δεν πρόλαβαν να αφήσουν
τα χνάρια,
στα πόμολα του γυρισμού.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2011

Επιβλητικό καινούργιο αύριο (η επιφάνεια)

Το δωμάτιο έχει ακόμα το άρωμα του καπνού,
εκεί όπου τα λόγια έσβησαν
χάθηκαν στο σκοτάδι
έρχεται ο καπνός να γεμίσει τα μάτια
να τα καλύψει από οποιαδήποτε προδοσία.
Χθες βράδυ , κάλεσα το παρελθόν
αντίκρυσα κάθε πτυχή του
άνοιξα την πόρτα
και προχώρησα πίσω.
Η ουσία δεν έμεινε τελικά
τα λόγια κινούνται με τις πράξεις
- μερικές φορές-
εγώ ανήκω στην κατηγορία την άλλη
όπου τα λόγια κινούνται μόνα
και οι πράξεις αυτόβουλες
με αρχή, μέση και τέλος
ίσως και λίγο το ξαφνικό
να μου υπενθυμίζει πως γίναμε όλοι
παρορμητικοί.
Κρατάς τον εαυατό σου στα χέρια σου;
ή τον παραμυθιάζεις και τον πουλάς από δω κι εκεί ;
-Σφύξιμο στα χείλη
κλωστή δεμένη
σιωπή.-
Ο Καπνός υπάρχει ακόμα ,
σχηματίζει μορφές
άλλες διαλύονται , άλλες μένουν.
Άβυσσος η ψυχή , έτσι μας μάθαν
ο χρόνος άφησε το σημάδι
στο κορμί και στο νου
και το επιβεβαίωσα χθες
-περπατάμε σε επιφάνεια-
όταν άλλαξες ,έμεινες ίδιος
ψεύτικο είδωλο -
άυλη υπόσταση
χαμένη
στο χορό που ποτέ δεν χόρεψα
στις λέξεις που δεν είπα
στις πράξεις που δεν έκανα
στο πάτωμα που ρολάρω
στην επιφάνεια που σπάει


-πέφτω.
( Στις πιο βαθιές σου καληνύχτες )
και ήθρε η Γέννεσις .


Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Εκείνη κι εκείνη

Η νύχτα- κόρη του χρόνου-
γεμίζει τη μνήμη και το όνειρο.
Η μία , αφήνει τα βήματα να την προδώσουν
η άλλη , αφήνει τα μάτια να μιλήσουν
-καμία λέξη δεν έχει νόημα -
η μία χρειάζεται ασφάλεια
καβούκι στο καβούκι
η άλλη φοβάται , ερωτεύεται...
και η νύχτα να περνά.
Η μέρα -κόρη του χρόνου κι αυτή -
γιατρεύει το πρόσωπο ,
ψάχνει τη ζεστασιά
πλαγιάζει στη μνήμη του χθες.
Η μία περιμένει, στέκεται στην γωνία ,
η άλλη στη διασταύρωση.
Φτάνει το δειλινό ,
ουδέτερη συνύπαρξη.

Εκείνη φοβόταν το χρόνο ,
η άλλη φοβόταν τα χρόνια.

Αφιερωμένο...

Θυμάσαι ;

Θυμάσαι εκείνη τη πεταλούδα ;
αυτή που κρατούσες στα χέρια
και μετά την έβαλες μέσα σου
έγινε ένα
έβγαλες μετά φτερά
αλλά δεν πέταξες
έμεινες εδώ-
μαζί μου.

Θυμάσαι την πρώτη φορά
που περπάτησες στο νάιλον ;
χαμένος στο όνειρο ;
Εκείνο τον Οκτώβρη ;

Τώρα γιατί γυρίζεις πίσω;
υποσχέθηκες να μην το κάνεις
Θυμάσαι ;

Ήταν καιρός
να γυρίσεις
σε εκείνο που πραγματικά
αξίζεις
- το ανεπιθύμητο της αγάπης-
εκείνης την εύφλεκτης λέξης
θυμάσαι ...
ξέρω ότι θυμάσαι

Τη μάσκα ;
θυμάσαι που έβγαλες τη μάσκα ;
αυτή που κράτησες στα χέρια σου
αλλά την ξανάβαλες
να σου θυμίζει
τον Εγωισμό
πόσο κοντά είστε.
Θυμάμαι,
ότι μετά
έφυγες.

Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Διαγραφή

Επαναφορά
πλάι
σε όσα
χάθηκαν
είναι
η μνήμη
απέναντι
στη
φαντασία
και
λίγο
δίπλα
η
διαγραφή
που
πλάι
της
έχει
όλα τα χαμένα
που
ποτέ
δεν είχες
-αφού σου πήραν οι άλλοι-
Επαναφορά
και
σε
όσα
θα χαθούν
είναι
η
μνήμη
που τρέχει
να σωθεί
από
την
πρόληψη
διαγραφής

Κυριακή 1 Μαΐου 2011

Όνειρο

Βράδια
κάπου
σε άγνωστο
μέρος
με τους γνωστούς
άγνωστους
σκάλα στην ασφυξία
γλυκά μωρά ,
ψωμί στο δρόμο
και μια φίλη
δίπλα
να κοιτάμε
το νέγρο
που απευθύνεται στο φύλακα
-
συντρίμμια ουδέτερα
με πτυχές άλλου
ήχου και εικόνας
αργά
πια
-σου
πήραν
το
όνειρο -