Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Κήδευσις: τρία χρόνια

Εκείνη τον αγαπούσα. Του είχε δοθεί ολοκληρωτικά άλλωστε. Μόνο που εκείνος έδειχνε να μη θέλει να της εκδηλώσει τα συναισθήματα του. Εκείνη τη μέρα είχαν βγει για φαγητό. Εκείνη απόρησε που δεν έτρωγε πολύ. Ήταν πολύ χλωμός. " Δεν θα φας ; ". Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε. " Όχι ακόμα."
" Τότε τί βγήκαμε ; "
" Μα ήθελα να σε δω."

Λίγες ώρες αργότερα περπατούσαν στο δρόμο. Εκείνη σταμάτησε ενώ αυτός δεν την είχε δει.
" Τί συμβαίνει ; "
Εκείνος άργησε να απαντήσει. " Τί εννοείς ;"
- εννοώ ότι δεν μπορεί πόσο καιρό τώρα να μην λες τίποτα. Ξέρεις τα πάντα για εμένα κι εγώ τί ξέρω ; μια δουλειά και αυτό. Ούτε που μένεις , ούτε καν τους γονείς σου δεν έχω γνωρίσει.
Αυτός την κοίταξε αλλά δεν απόρησε.
Συνέχισε να περπατάει.


Λίγες μέρες αργότερα της τηλεφώνησε. Βρέθηκαν για λίγο και θυμήθηκαν την πρώτη τους επαφή. Τα κορμιά τους έγιναν ένα και αυτή βυθίστηκε μέσα του. Έλιωνε με το παραμικρό άγγιγμα. Την έκανε ό,τι ήθελε. Σα μια μαριονέτα. Είχε μάθει κάθε της κίνηση και αυτό τον έκανε τον άρχοντα του παιχνιδιού.Ένα παιχνίδι όπου ο ίδιος όριζε τους κανόνες.
Όταν τελείωσε, εκείνη βιαστικά φόρεσε τα ρούχα της και τον κοίταζε που έμενε απαθής.
Πήρε ένα τσιγάρο -

" Νιώθω άβολα εδώ... με τους γονείς μου μέσα δεν είναι και ότι πιο ωραίο. "

Αυτός την κοίταξε και γούρλωσε τα μάτια. "Να έρθεις τότε σπίτι μου "
" Επιτέλους ! Πότε ; " βιαστική όσο ποτέ.


Ήταν τόσο ερωτευμένη. Για μια στιγμή ένιωσε ολοκληρωμένη.

Ο χρόνος πέρασε. ένας , δύο , τρείς.





Η είσοδος του σπιτιού ήταν φωτεινή. Ανέβηκαν και μπήκαν στο σπίτι.
εκείνη απόρησε και είπε¨ άνοιξε κανά φως "
αυτός την κοίταξε μέσα στο σκοτάδι.
Άρχισε να ανάβει ένα ένα τα κεριά πάνω στο τραπέζι του σαλονιού.
Επιτέλους είχε έρθει στο σπίτι- έτσι σκεφτόταν.
Μέχρι να καταλάβει ότι ήταν και η τελευταία φορά.
Εκείνο το βράδυ δεν άναβε κάποιο φως παρά μόνο ένα-ένα τα κεριά.
Αυτή είπε σιωπηλά .. " μα τι είναι αυ.."
το φως των κεριών ολοένα και αποκάλυπτε τι έκρυβε στο σαλόνι του.
Εκείνος αφού άναψε τα κεριά της γέλασε. " έλα"
αυτή ούρλιαξε και σηκώθηκε να φύγει.
Τότε αυτός της έδειξε το φέρετρο. Το άνοιξε.
" Έλα αγάπη μου , έλα να ξαπλώσουμε μαζί "


1 σχόλιο: