ένα πιάνο ουρλιάζει
μόνο στο σαλόνι
κι ένα νεκρό παιδί κύτεται εκεί
το άφησα
να πνιγεί στη μαύρη μοίρα του
για λεπτά
να πνιγεί
να πνιγεί στο χάος
που άφησες
του έγδαρα το πρόσωπο
αφού πρώτα παρατήρησα
τα καστανόξανθα μαλλιά του,
για αρκετή ώρα
φυσούσε
κι ο αέρας τα έπαιρνε μαζί του
ύστερα έμεινα καραφλό
και το πιάνο ούρλιαζε
και πονούσε το παιδί
ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ
μόνο του
στο σκοτάδι
καθόταν κι έπαιζε
κι έπινε
κι ούρλιαζε
και το αφήσαμε όλοι
να φύγει
δίχως να γράψει ένα κύκνειο άσμα
μια τελευταία μελωδία
να κλαίει και να καίνε οι νότες
τα χέρια
παραδωμένα στα πλήκτρα ,
κομμένα
του έγδαρα το πρόσωπο
τα κόκκινα μάγουλα
το άσπρο του δέρμα
και πονούσε
το άκουσα
αλλά συνέχισε να παίζει το πιάνο
μια μελωδία που δεν θα ξανα έπαιζε
το άφησα
το άφησα να φύγει
το άφησα να φύγει
να πνιγεί
και
εκείνο
άφησε
άφησε το πιάνο να ουρλιάζει
στο σαλόνι
μόνο στο σαλόνι
κι ένα νεκρό παιδί κύτεται εκεί
το άφησα
να πνιγεί στη μαύρη μοίρα του
για λεπτά
να πνιγεί
να πνιγεί στο χάος
που άφησες
του έγδαρα το πρόσωπο
αφού πρώτα παρατήρησα
τα καστανόξανθα μαλλιά του,
για αρκετή ώρα
φυσούσε
κι ο αέρας τα έπαιρνε μαζί του
ύστερα έμεινα καραφλό
και το πιάνο ούρλιαζε
και πονούσε το παιδί
ήταν δεν ήταν δεκαοχτώ
μόνο του
στο σκοτάδι
καθόταν κι έπαιζε
κι έπινε
κι ούρλιαζε
και το αφήσαμε όλοι
να φύγει
δίχως να γράψει ένα κύκνειο άσμα
μια τελευταία μελωδία
να κλαίει και να καίνε οι νότες
τα χέρια
παραδωμένα στα πλήκτρα ,
κομμένα
του έγδαρα το πρόσωπο
τα κόκκινα μάγουλα
το άσπρο του δέρμα
και πονούσε
το άκουσα
αλλά συνέχισε να παίζει το πιάνο
μια μελωδία που δεν θα ξανα έπαιζε
το άφησα
το άφησα να φύγει
το άφησα να φύγει
να πνιγεί
και
εκείνο
άφησε
άφησε το πιάνο να ουρλιάζει
στο σαλόνι